Τρεις είναι οι μεγάλοι κατακλυσμοί της Ελληνικής μυθολογίας. Ο Ωγύγιος κατακλυσμός, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, και ο κατακλυσμός του Δαρδάνου, δύο εκ των οποίων έδωσαν τέλος σε δύο Εποχές του Ανθρώπου (όπως τις διακρίνει ο Ησίοδος): Ο Ωγύγιος κατακλυσμός τελείωσε την Ασημένια Εποχή, ενώ ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα έδωσε τέλος στην πρώτη Χάλκινη Εποχή.
Κατακλυσμός του Ωγύγος
Ο πρώτος κατακλυσμός ονομάζεται Ωγύγιος, επειδή συνέβη όταν βασίλευε ο Ωγύγος ένας μυθικός βασιλιάς της Αττικής (ή της Βοιωτίας σύμφωνα με άλλες εκδοχές). Το επίθετο Ωγύγιος πιθανόν να σημαίνει, αρχέγονος, πρωταρχικός ή πολύ αρχαίος. Σε πολλά αρχαία κείμενα λέγεται πως η Ωγύγια πλημμύρα κάλυψε ολόκληρο τον κόσμο, και ήταν τόσο καταστροφική που άφησε την Αττική χωρίς βασιλιά μέχρι την εποχή του Κέκρωπα.
Ο Πλάτων στους Νόμους του, υπολογίζει πως η πλημμύρα συνέβη 10.000 χρόνια πριν από την εποχή του. Επίσης, στον Κριτία, περιγράφει την πλημμύρα ως “την μεγαλύτερη όλων”.
Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα
Ο θρύλος του Δευκαλίωνα όπως ειπώθηκε από τον Απολλοδώρο στη Βιβλιοθήκη του έχει αρκετές ομοιότητες με τον μύθο του κατακλυσμού του Νώε: Ο Προμηθέας, συμβούλεψε τον γιο του, Δευκαλίωνα, να φτιάξει ένα πλοιάριο επειδή ο Δίας είχε αποφασίσει να καταστρέψει το διεφθαρμένο ανθρώπινο γένος. Η πλημμύρα του Δία κάλυψε ολόκληρο τον κόσμο, και αφάνισε το ανθρώπινο είδος εκτός από τον Δευκαλίωνα και τη γυναίκα του, την Πύρρα. Το πλοιάριο του περιφερόταν για εννέα μέρες και εννέα νύχτες, μέχρι που προσάραξε, τη δέκατη μέρα, στον Παρνασσό.
Όταν σταμάτησε η καταιγίδα, και υποχώρησαν τα νερά ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα κατέβηκαν στην ξηρά και έκαναν θυσία στον Φύξιο Δία (προστάτη των φυγάδων). Ο θεός που επικαλέστηκε ο θεοσεβής Δευκαλίωνας έστειλε τον Ερμή για να τους μεταφέρει την υπόσχεση ότι ο Δίας θα πραγματοποιούσε την πρώτη ευχή τους. Και η πρώτη ευχή του Δευκαλίωνα και της Πύρρας δεν ήταν άλλη από το να δώσει και πάλι ζωή ο Δίας στο ανθρώπινο γένος. Έτσι ο Δευκαλίων και η Πύρρα άρχισαν να πετάνε πέτρες πίσω τους, οι οποίες μετατρέπονταν σε άντρες και γυναίκες αντίστοιχα.
Κατακλυσμός του Δαρδάνου
Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, ο Δάρδανος έφυγε από την Αρκαδία για να ιδρύσει μία αποικία στο βορειοανατολικό Αιγαίο Πέλαγος. Όταν άρχισε ο κατακλυσμός του Δαρδάνου, το έδαφος πλημμύρισε και το βουνό στο οποίο κατέφυγε μαζί με την οικογένεια του για να επιβιώσει, δημιούργησε το νησί της Σαμοθράκης. Μετά το τέλος της πλημμύρας έφυγε από τη Σαμοθράκη και πήγε στη Μικρά Ασία. Φοβούμενος μία νέα πλημμύρα δεν έχτισε κάποια πόλη, αλλά περιφερόταν για τα επόμενο πενήντα χρόνια. Ο εγγονός του, ο Τρως, τελικά έχτισε μία πόλη, την Τροία ή οποία πήρε και το όνομα του.
Ρόδου
Στης 316 π.χ. γίνεται στη Ρόδο Μεγάλος Κατακλυσμός, προκαλώντας ζημιές, καταστροφές, πλημμύρες και πολλούς θανάτους.
Μεγάλοι μυθικοί κατακλυσμοί σε άλλους πολιτισμούς
Ο μύθος του κατακλυσμού ή μύθος της πλημμύρας είναι συχνός ανά τον κόσμο μύθος κατά τον οποίο μία ή περισσότερες θεότητες τιμωρούν έναν πολιτισμό στέλνοντας πλημμύρα για να τον καταστρέψει. Ο μύθος συναντάται σε πολλούς πολιτισμούς, αν και σήμερα είναι περισσότερο γνωστός χάρη στη βιβλική ιστορία της κιβωτού του Νώε.
Βαβυλώνιοι και Σουμέριοι
Στο Έπος του Γκιλγκαμές, προς το τέλος του έργου, γίνονται αναφορές στον Μεσοποταμιακό μύθο της μεγάλης πλημμύρας.
Ο ήρωας Γκιλγκαμές, αναζητώντας την αθανασία, βρίσκει τον Ουτναπιστίμ και του ζητάει να μάθει πώς έγινε αθάνατος. Ο Ουτναπιστίμ του διηγείται πως πριν από πολλά χρόνια ο θεός Ένκι τον είχε προειδοποιήσει για το σχέδιο των θεών να καταστρέψουν κάθε είδους ζωή στον κόσμο με μία πλημμύρα και τον είχε συμβουλέψει να φτιάξει μία μεγάλη κιβωτό, για να σώσει την οικογένεια του, τους φίλους του, τη περιουσία και τα ζώα του. Μετά την πλημμύρα οι θεοί μετάνιωσαν για την πράξη τους και τον έκαναν αθάνατο. (Gilgamesh XI)
Κατακλυσμός του Νώε
Η πιο γνωστή εβραϊκή εκδοχή του μύθου του κατακλυσμού βρίσκεται στο Βιβλίο της Γένεσης (Γένεσης 6–9). Η χρονολογία του εν λόγω βιβλίου δεν είναι γνωστή αλλά υπολογίζει πως γράφτηκε μεταξύ 1450 Π.Κ.Ε. και 450 Π.Κ.Ε.
Σύμφωνα με τον μύθο ο Θεός βλέποντας το ανθρώπινο γένος να αμαρτάνει, μετάνιωσε για τη δημιουργία του, και αποφάσισε να αφανίσει με μία πλημμύρα κάθε ζωντανό οργανισμό της Γης.
Παρόλα αυτά πρόσταξε τον Νώε, τον οποίο θεώρησε ως τον μόνο ευσεβή άνθρωπο, να φτιάξει μία κιβωτό για να σώσει τον εαυτό του, την οικογένεια του, και όλα τα ζώα της Γης. Μόλις η κιβωτός ήταν έτοιμη, ξεκίνησε ο κατακλυσμός. Έπειτα από 40 μέρες βροχής και 150 μέρες ανόδου της στάθμης της θάλασσας, η κιβωτός του Νώε προσάραξε σε ένα βουνό. Ο Νώε περίμενε άλλες 150 μέρες μέχρι να υποχωρήσουν τα νερά και άνοιξε την κιβωτό. Στη συνέχεια θυσίασε ένα ζώο στον Θεό, ο οποίος είπε πως δεν θα καταστρέψει ποτέ ξανά τη Γη με νερό.
Το Κοράνι περιγράφει μία ιστορία παρόμοια της Ιουδαιο-Χριστιανικής εκδοχής, με μόνη σημαντική διαφορά πως τον Νώε τον ακολούθησαν ελάχιστα άτομα. Ο γιος του Νώε (ένας από τους τέσσερις) και η γυναίκα του αρνήθηκαν να επιβιβαστούν στην κιβωτό, πιστεύοντας πως θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την πλημμύρα μόνοι τους. Η κιβωτός του Νώε προσάραξε στο όρος Τζούντι που βρίσκεται στο σημερινό Ιράκ.
Η Σκανδιναβική μυθολογία κάνει αναφορά σε δύο μεγάλες πλημμύρες. Η πρώτη πλημμύρα συνέβη στην απαρχή του κόσμου. Ο Υμίρ, ο πρώτος γίγαντας, σκοτώθηκε από τον θεό Οντίν και τα αδέρφια του Βίλι και Βε. Όταν έπεσε νεκρός χύθηκε τόσο πολύ αίμα από τις πληγές του που έπνιξε σχεδόν ολόκληρη τη φυλή των γιγάντων, εκτός από τον γίγαντα Μπέρκελμιρ και τη γυναίκα του οι οποίοι έφτιαξαν ένα καράβι, επιβίωσαν και έγιναν προπάτορες της νέας γενιάς των γιγάντων. Το σώμα του Υμίρ αποτέλεσε το έδαφος της Γης και το αίμα του έγινε η θάλασσα. (The Poetic Edda, Vafthrúdnir’s Sayings)
Η δεύτερη, σύμφωνα με τους Σκανδιναβούς, θα γίνει στο μέλλον, στην τελική μάχη μεταξύ θεών και γιγάντων, γνωστή και ως Ράγκναροκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης, ο Γιόρμουνγκαντ, το μεγάλο Ερπετό του Κόσμου, το οποίο βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας γύρω από το Μίντγκαρντ, το βασίλειο των θνητών, θα αναδυθεί από τα βάθη της θάλασσας για να συμμετάσχει στη μάχη, προξενώντας μία τεράστια καταστροφική πλημμύρα που θα καλύψει τη Γη.
Ινδοί
Σύμφωνα με τις Βέδες που αφορούν το Μάτσγια (Μάτσγια-Πουράνα), ο μονάρχης Μανού έπλενε τα χέρια του σε ένα ποτάμι, όταν ξαφνικά ένα μικρό ψάρι πήδησε μέσα στη χούφτα του και τον ικέτεψε να του σώσει τη ζωή. Ο Μανού αρχικά το τοποθέτησε σε ένα βάζο, αλλά το ψάρι άρχισε συνεχώς να μεγαλώνει με αποτέλεσμα να το τοποθετήσει στη συνέχεια σε μία δεξαμενή, ύστερα σε ένα ποτάμι, και τέλος στον ωκεανό. Τότε το ψάρι τον προειδοποίησε πως σε μία εβδομάδα ένας κατακλυσμός θα αφανίσει τη ζωή. Ο Μανού, προκειμένου να σωθεί, έφτιαξε μία βάρκα, την οποία, όταν ήρθε η καταιγίδα, ρυμούλκησε το ψάρι μέχρι την κορυφή ενός βουνού, και έτσι επιβίωσε μαζί με τους “σπόρους της ζωής” με τους οποίους επανέφερε τη ζωή στη Γη.
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter