Κάθε φορά που θέλουμε να επισκεφτούμε την τουαλέτα ενός μαγαζιού, αναζητούμε την ένδειξη «WC». Πόσοι όμως από εμάς γνωρίζουμε τι σημαίνει.
Στην Ελλάδα, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται όχι μόνο όταν αναφερόμαστε στις τουαλέτες των μαγαζιών ή τις δημόσιες τουαλέτες, αλλά και στην τουαλέτα ενός σπιτιού που όμως δε διαθέτει ντουζ ή μπανιέρα.
Μάλιστα, στη χώρα μας προφέρουμε το «WC» ως «βεσέ», μια προφορά γαλλικής προέλευσης, μολονότι τα δύο γράμματα αυτά στην πραγματικότητα είναι τα αρχικά δύο λέξεων στα αγγλικά.
Παρόλο που η χρήση του «WC» είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε Ελλάδα και εξωτερικό, ωστόσο, ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τι σημαίνει.
Τι σημαίνουν τα αρχικά «WC» στις τουαλέτες
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του λεξικού του Cambridge, το «WC» είναι συντομογραφία των λέξεων «water» (νερό) και «closet» (ντουλάπα). Θα μεταφράζαμε δηλαδή τον όρο αυτό στα ελληνικά ως ντουλάπα νερού ή υγρή ντουλάπα.
Όπως αναφέρεται στο λεξικό, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει «μια τουαλέτα ή ένα δωμάτιο το οποίο περιλαμβάνει μια τουαλέτα». Με λίγα λόγια, το συγκεκριμένο δωμάτιο έχει μια τουαλέτα, χωρίς όμως τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά ενός πλήρους μπάνιου, όπως είναι το ντουζ ή η μπανιέρα, αν και συχνά περιλαμβάνει έναν νιπτήρα.
Η ορολογία αυτή έχει τις ρίζες της στους προηγούμενους αιώνες, καθώς παλαιότερα το μπάνιο και η τουαλέτα βρίσκονταν σε διαφορετικά δωμάτια (αυτό το βλέπουμε ακόμα σε ορισμένα παλιά σπίτια στην Ελλάδα και στην Ευρώπη).
Όμως, με τη συγκέντρωση μεγάλων πληθυσμών στα αστικά κέντρα και την επακόλουθη ανάγκη για εξοικονόμηση χώρου, καθώς και την βελτίωση των υδραυλικών μας συστημάτων, η τουαλέτα πλέον δε γινόταν και ούτε χρειαζόταν να βρίσκεται σε ξεχωριστό χώρο από το μπάνιο.
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter