Λέγεται πως ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας αυτός που το χάρισε στους Έλληνες θέλοντας να τους κάνει ένα δώρο που δεν θα ξεχνούσε κανείς.
Και ξαφνικά μια κοινωνία λυσσούσε πια για σίλφιο! Ήταν βλέπετε αφροδισιακό και αντισυλληπτικό τρομερό, αλλά και λαχταριστό καρύκευμα για το φαγητό.
Τα είχε όλα και κανείς δεν το έκρυβε. Μας το λέει εξάλλου ο Ιπποκράτης, ο Διοσκουρίδης και ο Σωρανός ο Εφέσιος, αλλά και πλήθος άλλων Ελλήνων και Ρωμαίων.
Βλέπετε το σίλφιο (ή σύλφιο) ήταν το διασημότερο βότανο της αρχαιότητας, ένα φυτικό πασπαρτού για τα πάντα. Ήταν όμως, σαν από τραγική ειρωνεία, και όσο σπάνιο χρειαζόταν για να φτάσει να αξίζει το βάρος του σε ασήμι.
Φυόταν αποκλειστικά σε μια στενή λωρίδα γης στην Κυρήνη, εκεί στις ακτές της Βόρειας Αφρικής (σημερινή Λιβύη), και δεν ευδοκιμούσε πουθενά αλλού, φέρνοντας στον νου τη σημερινή μαστίχα της Χίου.
Όσοι το εμπορεύονταν πλούτιζαν, καθώς το λαχταρούσε όλος ο αρχαίος κόσμος. Το απαθανάτιζαν σε νομίσματα και αγγεία και το πήραν μετά οι Ρωμαίοι στέλνοντάς το στα ουράνια. Μόνο που κανείς τους δεν κατάλαβε πως η υπερεντατική του καλλιέργεια και η μαζική συγκομιδή του προσυπέγραφαν το τέλος του.
Σύντομα θα ζούσαν όλοι χωρίς σίλφιο και θα έπρεπε να βρουν πια υποκατάστατά του, αφήνοντάς το στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας να πονοκεφαλιάζει ακόμα και σήμερα τους βοτανολόγους.
Γιατί ναι μεν υπήρξε, τι ήταν όμως ακριβώς;
Ένα μαγικό βοτάνι για τα πάντα
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν δυσανάλογα πολύ την αντισύλληψη και ήταν σε αυτό το πλαίσιο που έκαναν ένα βοτάνι να εξαφανιστεί, ένα βοτάνι που αν τους πιστέψουμε ήταν το πλέον αποτελεσματικό μέσο αντισύλληψης όλου του αρχαίου κόσμου! Αν και δεν ήταν οι Ρωμαίοι αυτοί που τα ξεκίνησαν όλα.
Το βότανο λεγόταν σίλφιο και ήταν ένα φυτό που συγγένευε πιθανότατα με τον γιγαντιαίο μάραθο ή το σέλινο. Οι σοφιστικέ Έλληνες το καλλιεργούσαν αποκλειστικά για τη ρητίνη του, αν και οι πιο χοντροκομμένοι σε αυτά Ρωμαίοι το εκμεταλλεύονταν όλο, ακόμα και για τις ρίζες του είχαν κάποια χρήση.
Σίλφιο το έλεγαν οι πρόγονοί μας και silphium οι Ρωμαίοι, αν και αυτοί του επεφύλαξαν πολλές ακόμα ονομασίες (laserpicium, lasarpicium κ.ά.). Και το χρησιμοποιούσαν για τα πάντα, από αρωματικό καρύκευμα για τη νοστιμάδα της μαγειρικής και τοπική αναλγητική αλοιφή μέχρι φάρμακο για πάμπολλες νόσους. Σχεδόν όλες! Αν και περιβόητο σε όλο τον γνωστό κόσμο δεν θα γινόταν παρά για τις διεγερτικές και αντισυλληπτικές του ιδιότητες.
Ήταν οι Θηραίοι αυτοί που το ανακάλυψαν ήδη από το 630 π.Χ., όταν ίδρυσαν την ελληνική τους αποικία στη Βόρεια Αφρική, την περίφημη Κυρήνη. Οι Έλληνες ονόμασαν την αποικία τους από την πηγή Κύρη, αφιερωμένη στον θεό Απόλλωνα, και εκείνος τους έκανε δώρο το σίλφιο.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Βάττος Α’ αποβιβάστηκε στην Κυρηναϊκή και οδηγήθηκε από τους γηγενείς σε μια περιοχή που είχε «τρύπα στον ουρανό», πιθανότατα γιατί έβρεχε πολύ. Εκεί υπήρχε ένα ιερό του Απόλλωνα και ο Θηραίος αποφάσισε να ιδρύσει την πόλη του τιμώντας τα ιερά εδάφη.
Όπως κι αν έχει, ο Απόλλωνας του χάρισε το σίλφιο, ένα πολύτιμο βοτάνι που συνέβαλε τα μέγιστα στη μετατροπή της πόλης σε επίκεντρο του ελληνικού πολιτισμού στα άγνωστα εδάφη, καθώς η εμπορική του εκμετάλλευση κόμιζε στην Κυρήνη πλούτη θαυμαστά. Το σίλφιο έγινε τόσο σημαντικό για την κυρηναϊκή οικονομία που εμφανίζονταν από ένα σημείο και μετά σε κάθε σχεδόν νόμισμα της πόλης! Σε λακωνική κύλικα του 565-560 π.Χ. (Κύλιξ του Αρκεσίλα) απεικονίζεται εξάλλου ο βασιλιάς της Κυρήνης, Αρκεσίλαος Β΄, να επιβλέπει τη συγκομιδή του φυτού, τέτοια σημασία είχε για την οικονομική επιβίωση της ελληνικής αποικίας. Ήταν το απόλυτο έμβλημα της πόλης.
Γιατί το σίλφιο μετατράπηκε μαγικά σε βασικό συστατικό κάθε φαρέτρας γιατρού ή μύστη σε όλη τη Λεκάνη της Μεσογείου για τα επόμενα 700 περίπου χρόνια. Το ήξεραν φυσικά και οι Αιγύπτιοι, καθώς είναι οι δικές τους αναφορές από τον 7ο π.Χ. αιώνα που λογίζονται οι παλιότερες. Και αυτός ο σπουδαίος πολιτισμός το χρησιμοποιούσε ως ιατρικό βοήθημα για αντισύλληψη και άμβλωση, αλλά και ως πανάκεια σχεδόν για τα πάντα, από πονόλαιμο και βήχα μέχρι και θεραπεία για τη λέπρα.
Ήταν όμως και το άλλο: τόσο οι Αιγύπτιοι όσο και οι Μινωίτες είχαν συγκεκριμένο ιδεόγραμμα (γλύφο) που αντιπροσώπευε το σίλφιο! Κάτι που αναδεικνύει τη σημαντικότητά του για τους πρώιμους αυτούς μεσογειακούς πολιτισμούς. Ας μην ξεχνάμε πως το σίλφιο έβρισκε εφαρμογή σχεδόν στα πάντα και χρησιμοποιούνταν κάθε τμήμα του, από το κοτσάνι και τις ρίζες μέχρι και τον πολύτιμο χυμό του.
Έχει υποστηριχτεί μάλιστα ιστορικά πως η κλασική αρχαιότητα περιστράφηκε εν πολλοίς γύρω από το σίλφιο, ένα βότανο-πανάκεια. Οι Έλληνες, ας πούμε, το λάτρευαν και ως εύγευστο καρύκευμα για το φαγητό τους. Το αγαπούσαν με πάθος και το έβαζαν στα πάντα, σαν τον σημερινό μαϊντανό ένα πράμα.
Όπως μας παραδίδουν οι πρόγονοί μας, στο φαγητό χάριζε μια έντονη και πικάντικη γεύση, αντίστοιχη πιθανότατα με το σκόρδο, χωρίς ωστόσο τη βαριά μυρωδιά του. Οι Έλληνες αποξήραιναν τον χυμό του για τη μαγειρική του χρήση, ενώ οι πάντα υπερβολικοί Ρωμαίοι το έτρωγαν ολόκληρο. Ακόμα και τις ρίζες του γεύονταν, τις οποίες διατηρούσαν στο ξίδι.
Το φυτό ήταν τόσο παινεμένο ως μπαχαρικό που έφτασαν -τόσο στην κλασική όσο και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα- να πληρώνουν όσο τίποτα τα ζώα που είχαν βοσκήσει στο σίλφιο, γιατί πίστευαν πως έδινε καλύτερη γεύση στο κρέας τους!
Ακόμα και συνταγές έχουν φτάσει ως τις μέρες μας με το νόστιμο καρύκευμα: Ο δραματικός ποιητής Άλεξις μας λέει πως για να φτιάξουμε ωραία σαφρίδια «τους βγάζεις τα βράγχια, τα ξεπλένεις, τα καθαρίζεις, τα ανοίγεις στα δύο, τα στρώνεις, τα αλευρώνεις, τα αλείφεις με σίλφιο και τα καλύπτεις με τυρί, αλάτι και ρίγανη». Ο πλατωνικός φιλόσοφος Ξενοκράτης μοιράζεται μαζί μας το μυστικό για νοστιμότατες φούσκες (τα οστρακοειδή): «Τις κόβουμε, ξεπλένουμε και περιχύνουμε με κυρηναϊκό σίλφιο, απήγανο, άλμη και ξίδι ή φρέσκια μέντα σε ξίδι και γλυκό κρασί».
Αλλά και ο Αθηναίος στους «Δειπνοσοφισταί» του αναφέρει πως έτρωγαν παστό ψάρι, μαριναρισμένο με κρασί, λάδι και σίλφιο. Ως τη ρωμαϊκή εποχή, το βότανο είχε γίνει τόσο λατρεμένο που εμφανίζεται σε όλες σχεδόν τις συνταγές της μαγειρικής «Βίβλου» των Ρωμαίων, τον τσελεμεντέ του Καίλιου Απίκιου («Περί μαγειρικής»)! Κι ας μην ξεχνάμε ότι είναι και πάλι το σίλφιο που μοστράρεται ακόμα και στη μεγαλύτερη λέξη ολάκερης της Ιστορίας, κληρονομιά του τρομερού Αριστοφάνη αυτή (τη συναντάμε στις «Εκκλησιάζουσες»): «Λοπαδοτεμαχοσελαχογαλεοκρανιολειψανοδριμυποτριμματοσιλφιολιπαρομε λιτοκατακεχυμενοκιχλεπικοσσυφοφαττοπεριστεραλεκτρυονοπτοπιφαλλιδοκιγκ λοπελειολαγωοσιραιοβαφητραγανοπτερυγών».
Τι μαγικό είχε η κυρηναϊκή χερσόνησος και φύτρωνε αποκλειστικά εκεί το σίλφιο, κανείς δεν ξέρει. Σε μια στενή λωρίδα της ακτής, 200×50 χιλιόμετρα περίπου, όπως μας παραδίδεται, έβγαινε το θαυματουργό φυτό και αρνούνταν πεισματικά να ευδοκιμήσει οπουδήποτε αλλού. Κι αν το προσπάθησαν οι αρχαίοι! Εφτακόσια χρόνια το πάλευαν όλοι, Μινωίτες, Αιγύπτιοι, Έλληνες, Ρωμαίοι και κάθε άλλος λαός της Μεσογείου, μάταια όμως. Μόνο η Κυρήνη είχε το προνόμιο να πλουτίζει από το σίλφιο, πάει και τέλειωσε.
Την ίδια ώρα, το θαυματουργό χορτάρι είχε και πολλές θεραπευτικές χρήσεις, αν και είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε με σύγχρονους ιατρικούς όρους την αποτελεσματικότητά τους. Από πονόλαιμο, πυρετό και δυσπεψία μέχρι αφροδίσια νοσήματα (κονδυλώματα) και ανεπιθύμητες κυήσεις λεγόταν πως θεράπευε, ποιος να πει όμως με αποφασιστικότητα; Ο Ιπποκράτης ενδεχομένως, που παρότρυνε τους ασθενείς του: «Όταν εξέχει το έντερο και δεν επιστρέφει στη θέση του, ξύστε σε μικρά κομμάτια το καλύτερο και πιο συμπαγές σίλφιον και εφαρμόστε το ως κατάπλασμα».
Αλλά και ο Θεόφραστος ο Ερέσιος και ο Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος το παρομοίαζαν με την «Ηράκλεια Πανάκεια», λέγοντάς μας πως το σκιανθές φυτό ήταν κατάλληλο για όλες τις ασθένειες.
Ήταν πάντως αναμφίβολα η αντισυλληπτική του δράση που έκανε τους Έλληνες να το προτιμούν και τους Ρωμαίους να το λατρεύουν! Ακόμα και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος το καταμαρτυρεί, όταν υπαινίσσεται πως το σίλφιο μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για «την απομάκρυνση των υγρών που εκκρίνονται στην εμμηνόρροια». Ιδιότητες που συναντάμε εξάλλου ακόμα και σήμερα στα συγγενικά του είδη, όπως ο μαϊντανός.
Το βότανο εμφανίζεται και στην «Περιγραφή της Ελλάδος» του Παυσανία, σε μια ιστορία των Διόσκουρων που παραθέτει κατά τη διαμονή τους στο σπίτι του Σπαρτιάτη Φορμίωνος: «Γιατί, έτσι συνέβη, ότι η παρθένος κόρη του που ζούσε σε αυτό. Από την επόμενη μέρα, αυτή η παρθένα με όλη την κοριτσίστικη αμφίεσή της, είχε εξαφανιστεί και στην αίθουσα βρέθηκαν εικόνες των Διοσκούρων, ένα τραπέζι και σίλφιον πάνω σε αυτό».
Το σίλφιο με τη λατινική του ονομασία (laserpicium) παίζει και σε ποίημα του Κάτουλλου προς την ερωμένη του Λεσβία, διαδραματίζοντας έτσι σαφή ρόλο στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα.
Δεν είναι καθόλου απίθανο λοιπόν να ήταν φαρμακολογικά δραστικό στην πρόληψη ή ακόμα και τη διακοπή της κύησης. Ο Διοσκουρίδης το συνιστούσε πάντως ως αντισυλληπτικό και μέσο για την άμβλωση.
Την ίδια στιγμή, ο ανθός του χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή αρωμάτων, καθώς οι αρχαίοι εκμεταλλεύονταν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του.
Τι απέγινε
Φυτό-χρυσός για την Κυρήνη, φυτό-πανάκεια για τον αρχαίο κόσμο και ένα φυτικό βιάγκρα για όλους τους άλλους, το σίλφιο δεν έμελλε να μακροημερεύσει, καθώς κανείς δεν σκέφτηκε το μέλλον του. Οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που το ξετίναξαν ουσιαστικά, γενικεύοντας τη χρήση του και την υπερκαλλιέργειά του.
Ακόμα και τα καλύτερα ζώα τους έστελναν να τραφούν με κυρηναϊκό σίλφιο, για να αποκτήσουν νόστιμο κρέας και τιμή στα ουράνια. Ήταν οι μαγειρικές και προπάντων οι αντισυλληπτικές του ιδιότητες που προσυπέγραψαν το ηχηρό του τέλος. Κάποια στιγμή περί τον 1ο αιώνα μ.Χ. δεν φύτρωνε απλώς άλλο!
Η υπερκαλλιέργεια και οι οπλές των ζώων κατέστρεψαν το εύθραυστο οικοσύστημα των κυρηναϊκών ακτών, στέλνοντας το σίλφιο στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Σύμφωνα με τον θρύλο, που μας παραδίδει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος («Φυσική Ιστορία»), ήταν ο αυτοκράτορας Νέρων αυτός που γεύτηκε το τελευταίο ποτέ κλαράκι του: «Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν υπάρχει καθόλου σίλφιο … λένε πως το τελευταίο βλαστάρι που βρέθηκε, απ’ όσο θυμούνται οι άνθρωποι, στάλθηκε στον αυτοκράτορα Νέρωνα». Και του στάλθηκε ως κάτι το αξιοπερίεργο, όπως μας λέει ο Πλίνιος.
Μέσα σε μερικές δεκαετίες, το ήδη σπάνιο σίλφιο εξαφανίστηκε. Τώρα όλοι αναπολούσαν τις εποχές που ο Ιούλιος Καίσαρας είχε φροντίσει δαιμόνια να πάρει στην κατοχή του μεγάλες ποσότητες του φυτού, τις οποίες παραχώρησε κάποια στιγμή στα δημόσια ταμεία του ρωμαϊκού κράτους. Καθώς μέχρι τότε άξιζε πραγματικό ασήμι. Οι Ρωμαίοι το έλεγαν άλλωστε χωρίς περιστροφές πως «ο χυμός του σίλφιου αξίζει το βάρος του σε δηνάρια»!
Ακόμα και μετά την εξαφάνισή του βέβαια συνέχισε να αναφέρεται στους καταλόγους των αρωματικών φυτών, περνώντας από τον έναν στον άλλο μέχρι και τον 8ο αιώνα μ.Χ.
Ο Θεόφραστος επιβεβαιώνει («Περί φυτών ιστορία») πως το σίλφιο δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί και ήταν η φήμη για τις αντισυλληπτικές ιδιότητες που ανέπτυξε τον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. που έφεραν το οριστικό του τέλος. Ο Στράβωνας πάλι μας λέει πως ήταν οι λαοί της ερήμου αυτοί που κατέστρεψαν τις ρίζες του.
Ακόμα και σήμερα οι βοτανολόγοι δεν έχουν καταφέρει να το ταυτοποιήσουν, έχουν κυκλοφορήσει πάντως αρκετές εικασίες για την οικογένεια των φυτών στην οποία πιθανώς ανήκε. Γεγονός είναι πως ο αρχαίος κόσμος δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς σίλφιο, γι’ αυτό και οι άντρες του Αλέξανδρου βρήκαν στην Περσία ένα παρόμοιο φυτό, το οποίο στερούνταν ωστόσο τη γεύση ή τις θαυματουργές ιδιότητες του αυθεντικού.
Ήταν η ασαφοετίδα (ή ασαφέτιδα), που κυκλοφορεί ακόμα και σήμερα στην Ινδία. Οι Ρωμαίοι την υποδέχτηκαν αρχικά με ενθουσιασμό, γρήγορα κατάλαβαν όμως πως σίλφιο δεν ήταν κατά κανέναν τρόπο. Το καταμαρτυρεί και ο Διοσκουρίδης («Περί ύλης ιατρικής»): «Το κυρηναϊκό [το σίλφιο] έχει ένα πολύ υγιεινό άρωμα, που ελάχιστα το προσέχει κανείς στην αναπνοή. Αντίθετα, το μηδικό [ασαφοετίδα] είναι λιγότερο δυνατό και έχει χειρότερη μυρωδιά»…
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter