Ο Αίολος, στην ελληνική μυθολογία, ήταν ο διορισμένος από τον Δία ταμίας των ανέμων και υπέυθυνος από τους θεούς να ανοίγει τον ασκό του.
Ο Αίολος κρατούσε τους ανέμους μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ήταν γιος του Ιππότη, όπως λέει ο Όμηρος. Γι αυτό λεγόταν Ιπποτάδης. Ζούσε στη νήσο Αιολία, που είχε χάλκινα τείχη. Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για τα σύμπλεγμα που ανήκει το Στρόμπολι.
Ζούσε στο νησί μαζί με την γυναίκα του Αμφιθέα. Είχε έξι γιους και έξι κόρες, που προσωποποιούσαν τους ανέμους. Οι γιοι τους δυνατούς ανέμους, οι θυγατέρες τους ήπιους (τις αύρες).
Ο Αίολος και οασκός του
Φεύγοντας από τη χώρα των Κυκλώπων ο στόλος του Οδυσσέα ταξιδεύει σε άγνωστες θάλασσες, ώσπου κάποια μέρα αράζει στην Αιολία, ένα νησί πλεούμενο, ζωσμένο ολόγυρα με χάλκινα τείχη. Εκεί ζούσε ο Αίολος, γιος του Ιππότη με τη γυναίκα του έξι γιους και έξι κόρες.
Τον Αίολο τον είχε κάνει ο Δίας κλειδοκράτορα των ανέμων, να σηκώνει όποιον ήθελε και να κόβει τον άλλο. Ο Οδυσσέας έμεινε μαζί του ένα μήνα κι όταν τον παρακαλεί να τους αφήσει να φύγουν, εκείνος παίρνει ένα ασκί μεγάλο και κλείνει μέσα όλους τους αγέρηδες, εκτός από τον Ζέφυρο, και το σφιχτοδένει με μια χοντρή ασημένια κλώστη πάνω στο καράβι του Οδυσσέα, ώστε να μην μπορεί να ξεφύγει ούτε η πιο ανάλαφρη πνοή εναντίον του ανέμου.
Η αυστηρή εντολή του Οδυσσέα είναι να μην το ανοίξει πάνω στο ταξίδι.
Σπρωγμένος από το Ζέφυρο ο στόλος αρμενίζει 9 μέρες και 9 νύχτες. Τη δέκατη μέρα βλέπουν να χαράζει μπροστά τους η Ιθάκη και, όσο πλησιάζουν τόσο καθαρά ξεχωρίζουν τον τόπο. Ο Οδυσσέας που τόσα μερόνυχτα έμεινε άγρυπνος να κυβερνά το καράβι, χωρίς να εμπιστεύεται το τιμόνι σε άλλον, πέφτει αποκαμωμένος σε ύπνο βαθύ.
Και τότε οι σύντροφοί του, που νόμιζαν ότι το ασκί έκρυβε χρυσάφι και ασήμι το ανοίγουν από περιέργεια.
Η φοβερή θύελλα που ξεσπάει, καθώς από το ανοιγμένο ασκί ξεχύνονται όλοι οι άνεμοι, ρίχνει το καράβι, ύστερα από μέρες, πίσω στην Αιολία.
Όταν ο Οδυσσέας εξηγεί στον Αίολο, το λάθος των συντρόφων του, εκείνος δεν είναι καθόλου πρόθυμος να τον ξαναβοηθήσει. «Χάσου από το νησί μου, γρήγορα, χαμένε άνθρωπε! Έναν άντρα που οι θεοί έχουν τόσο μισήσει, πώς γυρεύεις να τον βοηθήσω;»
Έτσι ο Οδυσσέας και οι Σύντροφοι γύρισαν στα καράβια και άνοιξαν πανιά. Αλλά η καταιγίδα λυσσομανούσε.
Πάλευαν οι άνεμοι, τα κύματα υψώνονταν πελώρια και τα καράβια κυλούσαν σαν καρυδότσουφλα στα βαθιά πέλαγα. Όταν, ύστερα από μέρες σταμάτησε η καταιγίδα έφτασαν στη χώρα των Λαιστρυγόνων.
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter