Πέλιννα: Η πρώιμη ιστορία της αρχαίας πόλης χάνεται μέσα στην αχλύ των μύθων και των αβέβαιων τοπικών παραδόσεων της περιοχής. Απλωνόταν σύμφωνα με τις αρχαίες φιλολογικές πληροφορίες και τις αρχαιολογικές ενδείξεις στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού ανάμεσα στην Τρίκκη και την Φαρκαδόνα.
Η πόλη γνώρισε ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, κυρίως κατά τη διάρκεια της μακεδονικής παρουσίας στην Θεσσαλία. Έκοψε δικά της νομίσματα, αργυρά και χάλκινα. Σε αυτά απεικονίζονται είτε ιππείς είτε πολεμιστές ή η θεά Αθηνά – Νίκη και σε ορισμένα από αυτά η Σίβυλλα Μαντώ, κόρη του Μάντη Τειρεσία, που στο χέρι κρατά ένα καλάθι από όπου βγαίνουν οι χρησμοί της.
Μια πόλη με στρατηγική θέση
Η αρχαία Πέλιννα, ήδη από την εποχή του Βρετανού περιηγητή Leake, στις αρχές του 19ου αιώνα, έχει ταυτιστεί με τα ερείπια στο βραχώδες ύψωμα που βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Πελινναίου όρους, στη θέση «Παλαιογαρδίκι», 3 χλμ. βορειανατολικά του χωριού Πετρόπορος. Η θέση της Πέλιννας είχε εξαιρετική αξία γιατί έλεγχε τον οδικό άξονα από την Τρίκκη προς την Λάρισα και ιδιαίτερα το στενό πέρασμα ανάμεσα στη συμβολή του Ληθαίου με τον Πηνειό ποταμό, και στα μικρά βουνά των προβούνων των Χασίων.
Ίδρυση της αρχαίας Πέλλινας
Σύμφωνα με τη μυθολογία, την Πέλλινα ίδρυσε ο Πέλλινος, γιος του Οιχαλιέως, από την Οιχαλία. Η πρώτη αναφορά της Πέλιννας γίνεται από τον Πίνδαρο στον 10ο Πυθιόνικό του. Την αναφέρει ως πατρίδα του Ιπποκλέους, γιού του Φρικίου, ο οποίος νίκησε στα Πύθια, σε αγώνες διαύλου το 498 π.Χ.
Η πόλη την περίοδο της μακεδονικής κυριαρχίας στη Θεσσαλία
Σύμφωνα με τον Fr. Stählin τον 5ο π. Χ. αι. η Πέλιννα ήταν μια μικρή και οργανωμένη πόλη, αλλά εξαρτημένη από τη Λάρι-σα.
Το 357 π.Χ. ήρθε στη Θεσσαλία, μετά από πρόσκληση των Λαρισαίων Αλευάδων, ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος ο Β΄, ο οποίος ελευθέρωσε τις Θεσσαλικές πόλεις από το Φερραϊκό ζυγό.
Ακολουθώντας έξυπνη πολιτική, η Πέλιννα υποστήριξε τον Φίλιππο κι έτσι υπερίσχυσε έναντι των δύο γειτονικών της πόλεων, Τρίκκης και Φαρκαδόνος, οι οποίες καταλήφθηκαν από τους Μακεδόνες το 353 π.Χ. Τα τείχη τους καταστράφηκαν και πολλοί κάτοικοί τους εξορίστηκαν. Τα κτήματα κυρίως της Φαρκαδόνος αλλά και ένα μεγάλο τμήμα των κτημάτων της Τρίκκης περιήλθαν στο Πελινναίο, το οποίο τώρα καταλάμβανε μεγαλύτερη έκταση.
Οι Πελινναίοι σε ανταπόδοση ακολούθησαν τους Μακεδόνες σε όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις τους και διατήρησαν τη φιλία τους προς αυτούς. Επιπλέον, οι Πελινναίοι απολαμβάνουν την εύνοια του Φιλίππου, αλλά και του Αλεξάνδρου και των διαδόχων του λόγω της εξαιρετικής στρατηγικής θέσης που είχε η πόλη τους, καθώς έλεγχε τον οδικό άξονα από την Τρίκκη προς τη Λάρισα και ιδιαίτερα το στενό πέρασμα ανάμεσα στη συμβολή του Ληθαίου με τον Πηνειό ποταμό και των προβούνων των Χασίων.
Έτσι η Πέλιννα έγινε σύντομα ένα σπουδαίο Μακεδονικό οχυρό. Ο Φίλιππος ο Β΄ διέθεσε πολλά χρήματα από τα δημόσια ταμεία του για το σκοπό αυτό. Εγκατέστησε μόνιμη φρουρά – αν όχι και πληθυσμό, η πόλη επεκτάθηκε σε μεγάλη έκταση της πεδιάδας και οχυρώθηκε με νέο ισχυρό τείχος, το βόρειο σκέλος του οποίου δεν ήταν συνεχές αλλά διακόπτονταν από απότομους βράχους. Υπήρξε, δηλαδή, συνδυασμός φυσικής και τεχνικής οχύρωσης.
Το νέο τείχος έδινε στην πόλη μια μεγαλειώδη ομορφιά. Κατασκευάστηκε σύμφωνα με τις αρχές της πολεμικής τέχνης των ύστερων κλασικών χρόνων με πελεκημένες ορθογωνισμένες πέτρες από ντόπιο λευκόφαιο ασβεστόλιθο που προερχόταν από τα αρχαία λατομεία της δολίνης. Το συνολικό πάχος του τείχους ήταν περίπου 2,70-2,80 μέτρα και το τελικό ύψος απροσδιόριστο, γιατί πουθενά δεν σώθηκε ακέραιο. Ο Stählin είχε καταμετρήσει αρκετούς πύργους που αναπτύσσονταν σ’ όλη την έκταση του τείχους της πόλης και της ακρόπολης από τους οποίους οι περισσότεροι δεν είναι πλέον εμφανείς.
Στο σύνολό τους ήταν τετράγωνοι εκτός από έναν στο δυτικό τείχος της ακρόπολης που ήταν κυκλικός και απείχαν μεταξύ τους 30μ. Υπήρχε οχυρωματική τάφρος τα στοιχεία της οποίας έχουν αλλοιωθεί πλήρως, ιδιαίτερα μετά την αποστράγγιση του έλους «Βούλα». Στα χρόνια αυτά η Πέλιννα οργανώνεται σύμφωνα με το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα και καταλαμβάνει έκταση που ανέρχεται στα 800 περίπου στρέμματα.
Ο F. Stählin κατά την επίσκεψή του στον αρχαιολογικό χώρο, στις αρχές του 20ού αιώνα, είδε αρκετά λείψανα δημοσίων κτηρίων, αρχαίου θεάτρου, ναού της, κυρίως, λατρευόμενης θεότητας, της Αθηνάς, και του Δία του Καταιβάτη, δημοσίων ιερών καθώς και ιερού τεμένους με ορθογώνιο περίβολο κι ένα μικρό ναό στο κέντρο του.
Οι ιδιωτικές κατοικίες είχαν λίθινη θεμελίωση και στέγη από κεραμίδια λακωνικού τύπου. Σε μερικές περιπτώσεις το εμβαδόν τους έφτανε τα 200 τ.μ. και εξασφάλιζαν πολλές ανέσεις στους ιδιοκτήτες τους. Δεν είναι δυνατόν να διατυπωθούν λεπτομέρειες, ιδιαίτερα για τους πολιτικούς θεσμούς, διότι στην περιοχή δεν έγιναν συστηματικές ανασκαφές και τα επιστημονικά δεδομένα είναι ανεπαρκή.
Η παρουσία ενός λαξευτού φρέατος διαμέτρου 1,5-2 μέτρων, αγνώστου βάθους, έξω από το νότιο σκέλος του τείχους και η λίθινη σκάλα που ξεκινάει από το δυτικό σκέλος του τείχους και καταλήγει στις βορειοδυτικές υπώρειες του λόφου, σημαίνουν ότι η πόλη θα υδρεύονταν αυτά τα χρόνια με πηγάδια και πηγές.
Από εδώ σύμφωνα με τον Αρριανό το 335 π.Χ. πέρασε και διανυκτέρευσε ο Μέγας Αλέξανδρος με τον στρατό του κατά την κάθοδό του προς την νοτιότερη Ελλάδα εναντίον των επαναστατημένων Θηβαίων.
Την ισχυρή θέση της Πέλιννας επιβεβαιώνουν ακόμη δυο γεγονότα. Στα χρόνια 333-328 π.Χ. αναφέρονται μαζί ένας Φαρσάλιος και ένας Πελινναίος ως ιερομνήμονες των Θεσσαλών. Επίσης στα χρόνια 346-328 π.Χ. είναι γνωστοί στους Δελφούς κάποιοι ναοποιοί από την Πέλιννα. Την περίοδο του Λαμιακού πολέμου (323/322π.Χ.), αντίθετα με τους υπόλοιπους Θεσσαλούς, παρέμεινε στο πλευρό των Μακεδόνων και σε αυτή ο Αντίπατρος περίμενε τις ενισχύσεις του Κρατερού, όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλία.
Οι ισχυρές φιλικές σχέσεις που τους συνέδεαν διαφαίνονται και από το περίφημο διάγραμμα του επιμελητού του μακεδονικού θρόνου, Πολυπέρχοντος, το 319 π.Χ., με το οποίο δόθηκε αμνηστία στους εξόριστους πολίτες των θεσσαλικών πόλεων και τους επιτρεπόταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Οι μόνοι που αποκλείστηκαν από τις αμνηστίες ήταν οι Τρικαλινοί και οι Φαρκαδόνιοι. Αυτό το γεγονός οφειλόταν πιθανόν στην πίεση που άσκησαν οι Πελινναίοι στους Μακεδόνες για να μην αναγκαστούν να επιστρέψουν τα κτήματα που καταπάτησαν. «Μὴ κατιέναι μηδὲ Μεγαλοπο-λιτῶν τοὺς μετὰ Πολυαινέτου ἐπὶ προδοσία φεύγοντας μηδ’ Ἀμφισσεῖς μηδὲ Τρικκαίους μηδὲ Φαρκαδονίους μηδ’ Ἡρακλεώτας».
Όταν μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να αποτινάξουν τον μακεδονικό ζυγό και έστειλαν πρέσβεις στις ελληνικές πόλεις για να τις ενθαρρύνουν για τον σκοπό αυτό, όλες οι θεσσαλικές πόλεις δέχθηκαν να επαναστατήσουν εκτός από την Πέλιννα.
«Τῶν δ’ ἄλλων ‘Ελλήνων οἱ μὲν πρὸς Μακεδό-νας ἀπέκλινον, οἱ δὲ τὴν ἡσυχίαν εἵλοντο. Αἰτωλοὶ μὲν οὐν ἅπαντες πρῶτοι συνέθεντο τὴν συμμαχίαν, καθάπερ προείρηται, μετὰ δὲ τούτοις Θετταλοὶ μὲν πάντες πλὴν Πελινναίων».
εικόνες farkadona-culture
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news . Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter