Με ένα εξωφρενικά χαμηλό ποσό εξαγοράστηκε η ρωσική αποικία της Αλάσκα από τους Αμερικανούς. Πώς η «παγωμένη έρημος» μετατράπηκε σε «θησαυρό» για τις ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να μπερδεύει τη γεωγραφία με την ιστορία τη Δευτέρα, όταν δήλωσε στην τηλεόραση ότι σχεδίαζε να συναντήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν «στη Ρωσία» την Παρασκευή για την πολυαναμενόμενη και κρίσιμη σύνοδο κορυφής τους, που θα λάβει χώρα την Παρασκευή (15/08) στο Άνκορατζ της Αλάσκα.
Ήταν η τελευταία από μια σειρά προφορικών «γκαφών» του Αμερικανού προέδρου – αλλά αν είχε κάνει αυτή τη δήλωση λίγο περισσότερο από ενάμιση αιώνα νωρίτερα θα ήταν αληθινή.
Η Αλάσκα, με πρωτεύουσα το Νόβο-Αρχάγγελσκ, παρέμεινε μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας υπό τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ μέχρι την πώλησή της στις ΗΠΑ το 1867.
Όταν το αεροσκάφος του Πούτιν προσγειωθεί στην Αλάσκα, θα τον υποδεχτούν τα ίχνη της παλιάς παρουσίας της Ρωσίας. Από τις άγριες, απόκρημνες ακτές του νησιού Μπαράνοφ μέχρι το Άνκορατζ, τη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας, οι ρωσικές ορθόδοξες εκκλησίες με τους χαρακτηριστικούς θόλους σε σχήμα κρεμμυδιού εξακολουθούν να στολίζουν το τοπίο.
Μακρά ιστορία που ξεκίνησε με… γούνες
Η παρουσία της Ρωσίας στην Αλάσκα δεν ξεκίνησε με στρατούς, αλλά με γούνες. Στα μέσα του 18ου αιώνα, έμποροι προχώρησαν ανατολικά διασχίζοντας τη Σιβηρία, παρακινούμενοι από την υπόσχεση των μεγάλων κερδών από τις γούνες των θαλάσσιων ενυδρίδων. Μέχρι τη δεκαετία του 1780, η Μεγάλη Αικατερίνη είχε εγκρίνει τη δημιουργία της Ρωσοαμερικανικής Εταιρείας, παραχωρώντας της το μονοπώλιο του εμπορίου και της διακυβέρνησης στην περιοχή.
Ο Αλέξανδρος Μπαράνοφ, ένας σκληρός έμπορος, εδραίωσε την παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή στα τέλη του 18ου αιώνα, επεκτείνοντας τους οικισμούς και καταστέλλοντας ανελέητα την αντίσταση, με πιο γνωστή αυτή των ιθαγενών Τλίνγκιτ, οι οποίοι του έδωσαν το ζοφερό παρατσούκλι «Χωρίς Καρδιά».
Σύντομα ακολούθησαν Ρώσοι Ορθόδοξοι ιερείς, ιδρύοντας ιεραποστολές και χτίζοντας εκκλησίες. Στο Νέο Αρχάγγελο (σημερινή Σίτκα), έχτισαν τον καθεδρικό ναό του Αγίου Μιχαήλ, με τον πράσινο τρούλο του να υψώνεται με φόντο τους παγετώνες, ο οποίος εξακολουθεί να δεσπόζει στο τοπίο της πόλης, στην ίδια θέση, περισσότερα από 150 χρόνια αργότερα.
Περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα
Ωστόσο, στα μέσα του 19ου αιώνα, η Ρωσική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να θεωρεί την Αλάσκα περισσότερο βάρος παρά πλεονέκτημα και άρχισε να αναζητά διακριτικά έναν αγοραστή. Μετά την ταπεινωτική ήττα στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), το έδαφος αυτό είχε καταστεί οικονομικό βάρος για την Αγία Πετρούπολη, το οποίο επιδεινώθηκε από τους αυξανόμενους φόβους για την επέκταση της ναυτικής παρουσίας της Βρετανίας στον Ειρηνικό.
Σε μια επιστολή προς έναν φίλο του τον Ιούλιο του 1867, ο Eduard de Stoeckl, Ρώσος πρέσβης στην Ουάσινγκτον και επικεφαλής διαπραγματευτής της πώλησης, παραδέχτηκε: «Η συνθήκη μου συνάντησε έντονη αντίδραση… αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κανείς στην πατρίδα δεν έχει ιδέα για την πραγματική κατάσταση των αποικιών μας. Ήταν απλά θέμα να τις πουλήσουμε ή να μας τις παίρνουν».
Η πώληση της Αλάσκας αποδείχθηκε μια σπάνια διπλωματική νίκη για όλους: για τη Ρωσία, ένας τρόπος να ανακτήσει μετρητά, να αποκτήσει έναν νέο, αναδυόμενο σύμμαχο πέρα από τον Ατλαντικό και να αποφύγει μια πιθανή σύγκρουση με τη Βρετανία· για τις ΗΠΑ, μια ευκαιρία να προλάβουν την ευρωπαϊκή επέκταση και να επιβεβαιώσουν την αυξανόμενη επιρροή τους στον Ειρηνικό.
Με παράπονα ο αγοραστής και ο πωλητής
Ωστόσο, όταν η ρωσική αυτοκρατορία συμφώνησε στην πώληση το 1867, λίγοι και από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού την είδαν αρχικά ως απόλυτη νίκη.
Στην Αγία Πετρούπολη, ορισμένοι το είδαν ως την τελευταία ταπείνωση της αυτοκρατορίας. Η αποικία, απομακρυσμένη και δαπανηρή στην τροφοδοσία, δεν ήταν ποτέ το στολίδι της αυτοκρατορίας, αλλά η τιμή – 7,2 εκατομμύρια δολάρια – φάνηκε σε πολλούς προσβλητικά χαμηλή.
Η φιλελεύθερη εφημερίδα Golos χαρακτήρισε τη συναλλαγή ως «βαθιά εξοργιστική για όλους τους Ρώσους».
«Είναι πραγματικά τόσο ασήμαντο το αίσθημα υπερηφάνειας του έθνους ώστε να μπορεί να θυσιαστεί για έξι ή επτά εκατομμύρια δολάρια;», έγραψε η εφημερίδα.
Σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο υπουργός Εξωτερικών, William H. Seward, ο οποίος διαπραγματεύτηκε τη συνθήκη, έγινε αντικείμενο χλευασμού επειδή ξόδεψε ένα ποσό που οι επικριτές θεωρούσαν παράλογο για μια παγωμένη έρημο. Η εφημερίδα New-York Daily Tribune απέρριψε την απόκτηση ως «την ονομαστική κατοχή αδιάβατων ερήμων χιονιού».
«Μπορούμε να συνάψουμε συνθήκη με τη Ρωσία», παραπονέθηκε το κύριο άρθρο της εφημερίδας, «αλλά δεν μπορούμε να συνάψουμε συνθήκη με τον Βόρειο Άνεμο ή τον Βασιλιά του Χιονιού».
Άλλοι αναρωτήθηκαν αν η τιμή ήταν ύποπτα χαμηλή και αν η Ρωσία είχε απλώς ξεφορτωθεί ένα άχρηστο κομμάτι εδάφους. «Η Ρωσία μας πούλησε ένα στυμμένο πορτοκάλι. Όποια και αν είναι η αξία αυτού του εδάφους και των περιφερειακών νησιών του για εμάς, έχει πάψει να έχει οποιαδήποτε αξία για τη Ρωσία», έγραψε η εφημερίδα New York World την 1η Απριλίου 1867.
Η αναπάντεχη κερδοφορία της «παγωμένης ερήμου»
Ωστόσο, αυτή η αντίληψη θα ανατραπεί δραματικά εντός λίγων ετών. Ο πυρετός του χρυσού στα τέλη του 19ου αιώνα και η ανακάλυψη πετρελαϊκών κοιτασμάτων δεκαετίες αργότερα μετέτρεψαν αυτό που κάποτε είχε χλευαστεί ως τρέλα σε ένα από τα πλουσιότερα σε πόρους εδάφη των ΗΠΑ – και σε μια από τις πιο κερδοφόρες αγοραπωλησίες της ιστορίας.
Η φθηνή πώληση παρέμεινε χαραγμένη στη μνήμη των Ρώσων και έχει εμπνεύσει ανά στιγμές ορισμένες περιθωριακές εθνικιστικές εκκλήσεις για την ανάκτηση της Αλάσκας. Το 1974, όταν οι Αμερικανοί διαμαρτυρήθηκαν για τη χαμηλή τιμή που πλήρωσε η ΕΣΣΔ για το σιτάρι, ο Σοβιετικός εμπορικός αξιωματούχος Βλαντιμίρ Αλκίμοφ σημείωσε ότι η Αλάσκα είχε πωληθεί για μόλις 7 εκατομμύρια δολάρια.
Πηγή The Guardian