Οι βελγικές δικαστικές αρχές, σε συνεργασία με το SPAK, έχουν ξεκινήσει έρευνα σε βάρος εγκληματικής ομάδας που αποτελείται από Αλβανούς υπηκόους, οι οποίοι θεωρούνται ύποπτοι για διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης από τη Λατινική Αμερική προς την Ευρώπη.
Σε αντίθεση με άλλες παρόμοιες οργανώσεις, η μεταφορά της κοκαΐνης δεν γινόταν σε κοντέινερ με μπανάνες –μέθοδος που έχει χρησιμοποιηθεί συχνά– αλλά σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους εμπορικών πλοίων. Στη συνέχεια, τα ναρκωτικά ρίχνονταν στη θάλασσα και, με τη βοήθεια προκαθορισμένων συντεταγμένων, περισυλλέγονταν από μικρά αλιευτικά σκάφη. Σε μία περίπτωση, οι ερευνητές υποπτεύονται ότι χρησιμοποιήθηκε ακόμη και υποβρύχιο για τη μεταφορά του φορτίου.
Πηγές κοντά στην έρευνα επιβεβαιώνουν ότι οι ποσότητες κοκαΐνης εισάγονταν κυρίως από τον Ισημερινό και τη Βραζιλία, ενώ η εγκληματική ομάδα διέθετε ακόμη και τη δυνατότητα επεξεργασίας της σε ειδικό εργαστήριο στο Βέλγιο. Το δίκτυο φαίνεται πως είχε αναπτύξει επαφές και συνεργασίες σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, στη Λατινική Αμερική αλλά και στην Αφρική, από όπου εκτιμάται ότι πραγματοποιούνταν μεταφορές φορτίων ναρκωτικών.
Μέχρι στιγμής, σε δύο επιχειρήσεις των αρχών έχουν κατασχεθεί περίπου 400 κιλά κοκαΐνης σε τρεις διαφορετικές αποστολές: δύο από αυτές εντοπίστηκαν στο λιμάνι της Αμβέρσας στο Βέλγιο και μία ακόμη στο λιμάνι του Brake στη Γερμανία.
Οι έρευνες έχουν οδηγήσει στην ταυτοποίηση πέντε ατόμων, ενώ συνεχίζονται για τον εντοπισμό και άλλων μελών, γνωστών προς το παρόν μόνο με τα ψευδώνυμά τους. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, τα μέλη της οργάνωσης επικοινωνούσαν αποκλειστικά μέσω κρυπτογραφημένων τηλεφώνων. Έχει επίσης καταγραφεί η παρουσία τους σε ταξίδια μέχρι το Ντουμπάι και σε συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε ξενοδοχεία στο Βέλγιο, όπου συζητούσαν λεπτομέρειες για τη διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων κοκαΐνης.