Η ρωμαϊκή λεγεώνα (από τη λατινική λέξη legio που σημαίνει “επιστράτευση”, “στρατολόγηση”, από το legere “επιλέγω”) ήταν η μεγαλύτερη μονάδα μονάδα του ρωμαϊκού στρατού περιλαμβάνοντας από 3000 άνδρες τα πρώτα χρόνια έως πάνω από 5200 άνδρες κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα, 10 κοόρτεις (περίπου 5.000 άνδρες) έκαναν μία ρωμαϊκή λεγεώνα. Αργότερα αυτό άλλαξε σε εννέα κοόρτεις συγκεκριμένου μεγέθους (480 ανδρών η καθεμία) και μία -την πρώτη- διπλάσιας δύναμης (800 ανδρών)
Η λεγεώνα στελεχωνόταν ειδικά από Ρωμαίους πολίτες. Κατά το πρώιμο Ρωμαϊκό Βασίλειο (σε αντίθεση με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία ή αυτοκρατορία), ως “λεγεώνα” νοείται το σύνολο του ρωμαϊκού στρατού.
Η λεγεώνα αποτελούνταν συνήθως από 4.000 – 10.000 άνδρες. Συγκροτούνταν από 30 τάγματα και κάθε τάγμα είχε 2 εκατονταρχίες. Συνολικά η λεγεώνα είχε 60 εκατονταρχίες. Στον καιρό της δημοκρατίας τη λεγεώνα διοικούσε δήμαρχος ή προσωρινός λεγάτος.
Τη διοίκηση του πεζικού είχαν οι χιλίαρχοι (6 χιλίαρχοι ενώ υπήρχαν και 60 εκατόνταρχοι). Στο ιππικό δεν ασκούσε ένας τη διοίκηση, διαιρούνταν σε ίλες που καθεμιά είχε 3 δεκαρχίες. Επικεφαλής κάθε δεκαρχίας τοποθετούνταν ο δέκαρχος.
Προκειμένου η διοίκηση να γίνει περισσότερο αποτελεσματική, οι εκατονταρχίες αντικαταστάθηκαν από τάγματα 200 ανδρών. Ο Μάριος αντικατέστησε τα τάγματα με τις κοόρτεις. Δέκα κοόρτεις αποτελούσαν μια λεγεώνα. Από τους πολέμους με τους Σαμνίτες κι έπειτα ο ρωμαϊκός στρατός αποτελούνταν από 4 λεγεώνες. Στη στρατιωτική της ακμή η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία επί Τραϊανού διέθετε 55 λεγεώνες.