Οι αρχαίες ασημένιες δραχμές και δίδραχμα της Ρόδου με την προτομή του Ηλίου κατ’ ενώπιον έγιναν πολύ δημοφιλή στη Δυτική Ευρώπη στα χρόνια του Μεσαίωνα, κυρίως μετά τις Σταυροφορίες.
Ο λόγος ήταν η υποτιθέμενη σχέση τους με το Χριστό, με αποτέλεσμα να θεωρούνταν πολύτιμα χριστιανικά κειμήλια και τα νομίσματα αυτά να εκτίθενται σε καθεδρικούς γοτθικούς ναούς της Ευρώπης δίπλα σε εικόνες και αγάλματα του Χριστού, της Παναγίας και αγίων. Από το 305 π.Χ. και μετά που ιδρύθηκε η πόλη της Ρόδου πολλά από τα νομίσματα που κόβονταν εκεί έφεραν την κεφαλή θεού Ηλίου δεξιά. Ο Ήλιος ήταν ο θεός προστάτης της πόλης και για το λόγο αυτό ήταν και η θεότητα που απεικονίζονταν στον περίφημο Κολοσσό της Ρόδου.
Ήταν κάτι σύνηθες για μία αρχαία ελληνική πόλη να χρησιμοποιεί ως νομισματικό τύπο προτομές των βασικών θεοτήτων που λατρεύονταν τοπικά. Από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι κεφαλές των θεοτήτων άρχιζαν να απεικονίζονται κατ’ ενώπιον και έτσι ολόκληρο τα πρόσωπά τους φαίνονταν στα νομίσματα. Αυτό έκαναν και οι Ροδίτες με τα δικά τους νομίσματα, με αποτέλεσμα τα περισσότερα νομίσματά τους να δείχνουν τον θεό Ήλιο κατ’ ενώπιον.
Κατά την κλασική και ελληνιστική εποχή οι ροδίτικες δραχμές και δίδραχμα ήταν από τα πιο κοινά ασημένια νομίσματα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Αυτό οφειλόταν στο ανεπτυγμένο θαλάσσιο εμπόριο της Ρόδου κάτι που διευκόλυνε την ευρεία κυκλοφορία των νομισμάτων της εκτός της νήσου. Έτσι, τους επόμενους αιώνες τέτοια νομίσματα βρίσκονταν τυχαία σε πολλά σημεία της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.
Από την εποχή της πρώτης Σταυροφορίας ξεκίνησε ένα μαζικό εμπόριο από την Ανατολή προς τη Δύση υποτιθέμενων κειμηλίων της χριστιανοσύνης που συνδέονταν με τον Χριστό. Στα αρχαία νομίσματα της Ρόδου η κατ’ ενώπιον κεφαλή του Ήλιου που φέρει το ακτινωτό στεφάνι έμοιαζε πολύ με τον Εσταυρωμένο Χριστό με το αγκαθωτό στεφάνι όπως απεικονιζόταν σε μεσαιωνικές εικόνες και τοιχογραφίες.
Έτσι στη διάρκεια του Μεσαίωνα σταυροφόροι και προσκυνητές στους Ιερούς Τόπους τα αγόραζαν από ντόπιους θεωρώντας ότι αποτελούσαν τμήμα των «τριάκοντα αργυρίων» του Ιούδα! Μάλιστα, κάποιοι από τους χριστιανούς αυτούς προσπαθούσαν να αποκτήσουν τριάντα τέτοια νομίσματα, ώστε να έχουν στην κατοχή τους ολόκληρο το «σετ» των «τριάκοντα αργυρίων».
Αργότερα οι ίδιοι οι αγοραστές ή οι κληρονόμοι τους δώριζαν τα νομίσματα αυτά σε διάφορους καθεδρικούς ναούς πόλεων της Δύσης. Εκεί εκτίθονταν μαζί με άλλα κειμήλια της χριστιανοσύνης αμφιβόλου γνησιότητας που έφερναν μαζί τους σταυροφόροι και προσκυνητές από τους Ιερούς Τόπους, όπως για παράδειγμα εκατοντάδες οστά που υποτίθεται ότι ήταν από τα δάκτυλα του Βαπτιστή Ιωάννη, ή χιλιάδες κομμάτια Τιμίου Ξύλου.
Το ενδιαφέρον είναι ότι μόνο τις τελευταίες δεκαετίες οι νομισματολόγοι που μελετούν τις κοπές της αρχαίας Παλαιστίνης μπόρεσαν να ταυτοποιήσουν τη νομισματική έκδοση απ’ όπου προέρχονταν «τα τριάκοντα αργύρια» και με τα οποία ο Ιούδας πληρώθηκε για την προδοσία του Χριστού.
Πρόκειται για κοπές της Τύρου στην Παλαιστίνης που είναι της αξίας του τετράδραχμου ή σέκελ. Την εποχή του Χριστού οι πληρωμές στο Ναό στα Ιεροσόλυμα γίνονταν με αυτά τα τετράδραχμα επειδή ήταν κοινά στην Παλαιστίνη και είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε ασήμι σε σχέση με άλλα ασημένιες κοπές της περιοχής. Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν οι αρχιερείς να πλήρωσαν τον Ιούδα με αυτά τα νομίσματα, και πάντως όχι με ασημένια κοπές της Ρόδου!
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter