Η άποψη ότι η Ακρόπολη στο σύνολό της, αλλά και ειδικότερα ο Παρθενώνας βρίθει από μυστικά είναι η πιο κοντινή στην πραγματικότητα.
Ο αείμνηστος καθηγητής αρχαιολογίας Παναγής Καββαδίας υπήρξε ο πρώτος που εισηγήθηκε τη θεωρία περί μη συμπαγούς θεμελιώσεως του Παρθενώνα. Οι γενικές ανασκαφές που είχαν αρχίσει να συντελούνται στον χώρο του επιβλητικού μνημείου κατά τα έτη 1885 – 1890, αλλά και οι προηγούμενες από το 1844 ενίσχυσαν στο έπακρον την θεωρία αυτή. Έκτοτε η εικόνα της επιφάνειας της Ακρόπολης υπέστη αλλεπάλληλες μεταβολές.
Σήμερα το πλέον σοβαρό και το μοναδικό ορατό τεκμήριο για τη γνώμη του Καββαδία βρίσκεται στον πυθμένα ενός βαράθρου στη νοτιοδυτική πλευρά της κρηπίδας του Παρθενώνα. Εκεί υπάρχει μια αρχαία στενή κλίμακα από μάρμαρο, η φορά της οποίας οδηγεί σαφώς κάτω από τον ναό της Αθηνάς. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί σε τι καταλήγει χωρίς να βλέπει την άλλη άκρη της, αφού άλλωστε οι υπεύθυνοι εργολάβοι έχουν προνοήσει να φράξουν τη συνέχεια του διαδρόμου με κυβόσχημους όγκους από μπετόν.
Το βάραθρο στο Ερέχθειο
Ένα ακόμη βάραθρο που βρίσκεται πίσω από το Ερεχθείο (προς νότον, όπου διασώζεται και το αρχαίο κεκλιμένο επίπεδο που χρησίμευε ως είσοδος στην Ακρόπολη), φέρει στο κατώτερο σημείο του, μεταξύ του Πελασγικού και του μεταγενέστερου τείχους, ένα ακόμη αινιγματικό κάθετο άνοιγμα κλεισμένο με βαριά οξειδωμένα πια κάγκελα, όπως οι αεραγωγοί των υπογείων χώρων.
Ως προς το Ερεχθείο, ο χώρος στον οποίο εκτίσθη έχει τη δική του μυστηριώδη ιστορία. Στο σημείο εκείνο κατά την παράδοση ο Ποσειδών χτύπησε με την τρίαινά του το έδαφος και αμέσως ανέβλυσε νερό. Τον θρύλο αυτό έρχεται να επιβεβαιώσει στους ιστορικούς πλέον χρόνους ο Παυσανίας. Στα «Αττικά» του αναφέρει ότι στην εποχή κατά την οποία έζησε ο ίδιος, κάθε φορά που φυσούσαν στην Αθήνα άνεμοι από νότιες διευθύνσεις, στην Ακρόπολη και συγκεκριμένα από ένα φρέαρ κάτω από το Ερεχθείο ακούγονταν παφλασμοί νερού.
Το περίεργο στην μαρτυρία αυτή είναι ότι το νερό του πηγαδιού εκείνου δεν προερχόταν από κάποια πηγή, αλλά κατ’ευθείαν από τη θάλασσα. Αν μη τι άλλο, η πληροφορία αυτή ενδεικνύει την ύπαρξη κάποιας υπόγειας σήραγγας που οδηγούσε στα νότια παράλια της Αττικής. Ποια άλλη εξήγηση άλλωστε θα μπορούσε να δοθεί για την παρουσία, ακόμα και σήμερα, μικρών κοχυλιών και αχιβάδων (!) στις σχισμές των βράχων και στις μικρές τάφρους κάτω από το σημείο όπου δεσπόζει το Ερεχθείο; Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες το κρυφό αυτό τούνελ άρχεται από την Μουνιχία (Καστέλλα) και καταλήγει στον Ιερό Βράχο.
Υπάρχει και η μαρτυρία ότι επί Τουρκοκρατίας, όταν το Ερεχθείο εχρησιμοποιήτο ως κατοικία του δισδάρη (Οθωμανού διοικητή) της Ακροπόλεως, το εν λόγω φρέαρ λειτουργούσε ως αποχετευτικός αγωγός. Ας μην λησμονείται δε, ότι οι δοξασίες των αρχαίων ήθελαν το Ερεχθείο να κατοικείται από τον Ερεχθέα, τον Εριχθόνιο και τον «Οικουρόν Όφιν» της Αθηνάς. Παράλληλα στο εσωτερικό του βρίσκονταν ο τάφος του Κέκροπος και το «διηπετές» ξόανο της Αθηνάς. Όλα αυτά είναι μυθεύματα ή μήπως συγκεκαλυμμένη γνώση;
Η ξυλινη πόρτα και ο υπόγειος διάδρομος
Έξω από τα Προπύλαια στο δυτικό μέρος παρατηρούμε μια πέτρινη σκάλα που οδηγεί σε χαμηλότερο επίπεδο μπροστά από μια ξύλινη πόρτα. Μέσα απ’ αυτήν υπάρχει ένας μακρόστενος θάλαμος του οποίου το αριστερό τοίχωμα κι ένα μέρος του δαπέδου έχουν καταρρεύσει. Είναι προφανές ότι πρόκειται για τον διάδρομο που οδηγούσε υπογείως στην αποθήκη του ελαίου που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ιερείς για να διατηρούν άσβεστη τη φλόγα της Αθηνάς στο Ερεχθείο. Πιθανότατα όμως να ήταν και η είσοδος προς ενδότερα διαμερίσματα.
Ομοίως στην ανατολική πλευρά της εισόδου των Προπυλαίων ο αμφίστηλος και αμφιπρόστηλος ναός της Απτέρου Νίκης δεν στερείται μυστηρίου, καθώς είναι άγνωστο τι έκρυβε στους υπόγειους χώρους του, από τους οποίους σήμερα μόνο δύο μισοσφραγισμένα με μάρμαρα ανοίγματα μπορεί να δει κανείς. Η περιέργεια οξύνεται περισσότερο από την ύπαρξη μιας χοάνης με τριγωνικά λαξευμένο στόμιο επάνω στο βράχο λίγα μέτρα παρακάτω. Το μικρό αυτό όρυγμα με διαστάσεις ανθρωποθυρίδας εντοπίζεται στην ίδια νοητή ευθεία με τον ναό της Απτέρου Νίκης και η φορά του κατευθύνεται κάτω απ’ αυτόν. Δεν είναι βέβαια το μοναδικό, αφού περιμετρικά του Ιερού Βράχου υπάρχει πλήθος σπηλαιωμάτων διαφόρων διαστάσεων που το καθένα κρύβει τα δικά του μυστικά.
Το αρχαίο φυλάκιο;
Βαδίζοντας γύρω από τις πλαγιές του Ιερού Βράχου φθάνουμε στη βόρεια πλευρά του, όπου την προσοχή μας αποσπά ένα φατνείο με διαστάσεις περιπτέρου, τόσο αριστοτεχνικά λαξευμένο, όσο και το ημικυκλικό, επίσης λαξευμένο στον βράχο, κάθισμα στο εσωτερικό του. Προφανώς, στην αρχαία εποχή χρησίμευε ως φυλάκιο ή ως χώρος ανάπαυσης των οδοιπόρων. Δεξιά και αριστερά από το φατνείο υπάρχουν ακόμη δύο φραγμένα με λαμαρίνες ανοίγματα. Πρόκειται για σπήλαια ανεξακρίβωτου βάθους που χρησιμοποιούνται στις μέρες μας ως αποθήκες υλικών και εργαλείων για τα εργοτάξια που δραστηριοποιούνται εκεί.
Το σπήλαιο της Αγλαύρου
Παρακάτω, ανεβαίνοντας μια αρχαία ελικοειδή κλίμακα, φθάνουμε στο σπήλαιο της Αγλαύρου με το χαρακτηριστικό θυρεοειδές άνοιγμα. μέσα στο οποίο – και κατά περίεργο τρόπο, μόνο εκεί – φωλιάζουν κατά εκατοντάδες τα περιστέρια. Η παράδοση λέει ότι η Άγλαυρος (ή ΄Αγραυλος), κόρη του βασιλιά Κέκροπα, όταν η πόλη των Αθηνών επολιορκείτο από τις δυνάμεις του βασιλέως της Ελευσίνας Ευμόλπου, αυτοκτόνησε πέφτοντας από τα τείχη της Ακρόπολης σ’ εκείνο το σημείο, προκειμένου να επαληθεύσει τον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο η αυτοθυσία μιας βασιλοκόρης θα έσωζε την Αθήνα από την κατάκτηση. Οι πολίτες για να τιμήσουν την μνήμη της αφιέρωσαν το σπήλαιο σ΄αυτήν.
Ο χώρος του σπηλαίου βρίσκεται ακριβώς κάτω από το οίκημα των Αρρηφόρων, δηλαδή των νεαρών παρθένων που ελάμβαναν μέρος στην απονομή τιμών στο μεγαλείο της Αθηναίας ηρωίδας κατά τη διάρκεια ειδικών εκδηλώσεων που είχαν πλέον θεσμοθετηθεί.. Η στενότητα του πλάτους του σπηλαίου αντιδιαστελλόμενη με το εντυπωσιακό ύψος, αλλά και το μεγάλο βάθος του, του προσδίδουν ένα σχισμοειδές σχήμα, δίδοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα μεγάλο υπόγειο φαράγγι. Στο βαθύτερο μέρος του εντοπίζεται η αρχή μιας σκοτεινής τάφρου.
Το σπήλαιο της Αγλαύρου είναι ένα από τα πλέον μυστηριώδη σημεία της Ακρόπολης. Αυτό συμβαίνει κατά πρώτον μεν επειδή οι γνώμες για την ταυτότητά του διίστανται, κατά δεύτερον δε λόγω του μεγάλου βάθους του και της σηραγγώδους προεκτάσεώς του πέρα από τους πρόποδες της Ακρόπολης. Σε πολλά εγχειρίδια που έχουν γραφεί για την ιστορία της Ακρόπολης των Αθηνών κατά τους 19ο και 20ο αιώνες, αλλά και σε μερικά σύγχρονα, το συγκεκριμένο σπήλαιο με την θυρεόσχημη κτιστή είσοδο αναφέρεται χωρίς ιδιαίτερη ονομασία, ενώ ως «Σπήλαιο της Αγραύλου» φέρεται το μεγάλο σπήλαιο που δεσπόζει στην βορειοανατολική πλευρά.
Ωστόσο, ο συνδυασμός των υπαρχόντων στοιχείων και των ιστορικών πληροφοριών δεν φαίνεται να συνηγορεί σθεναρά υπέρ αυτής της απόψεως. Το μεγάλο αυτό σπήλαιο γνώριζαν μάλλον ως «Σπήλαιο της Αγλαύρου» ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, όταν καταθέτοντας τις μαρτυρίες τους για την αφαίρεση της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη τη νύχτα της 31ηςΜαϊου 1941, είπαν ότι την πέταξαν μέσα σ’ ένα βάραθρο, το οποίο συνέδεαν με το «σπήλαιο της Αγλαύρου, απ’ όπου κατά την παράδοση εισερχόταν το ιερό φίδι της Αθηνάς».
Με δεδομένα όμως ότι ο «Οικουρός Όφις» της Παλλάδας κατοικούσε στο Ερεχθείο (που είναι πλησιέστερο στο θυρεοειδές σπήλαιο) και ότι το οίκημα των «Αρρηφόρων», που τιμούσαν την μνήμη της Αγλαύρου, είναι ωσαύτως πλησιέστερο στο ίδιο σπήλαιο, τα συμπεράσματα είναι εύλογα και οφθαλμοφανή.
Το τούνελ στους πρόποδες του Ιερού Βράχου
Το εσωτερικό του σπηλαίου έχει επιπλέον ενδιαφέρον καθώς από το βαθύτερο σημείο του πυθμένος του ξεκινά ένα μακρύ τούνελ που περνώντας κάτω από τους πρόποδες του Ιερού Βράχου ενώνεται με μια άλλη σήραγγα. Με αφετηρία το σημείο αυτό, η διεύθυνση προς τ’ αριστερά (βορειοδυτικά) οδηγεί υπογείως προς τον Άρειο Πάγο και την Πνύκα, ενώ προς τα δεξιά (ανατολικά) η στοά φθάνει μέχρι την οδό Μητροπόλεως και συγκεκριμένα κάτω από το εκκλησάκι της Αγίας Δύναμης στην είσοδο του Υπουργείου Παιδείας.
Στο υπόγειο του μικρού αυτού ναού υφίσταται ακόμη η παμπάλαια «κατακόμβη», ενώ η έξοδος από την σήραγγα δεν είναι άλλη από την Αγία Τράπεζα του ναού, κάτω από το κάλυμμα της οποίας βρίσκονται ακόμη οι μεταλλικοί κρίκοι για το τράβηγμα της μαρμάρινης θυρίδας προς τα έξω. Η στοά αυτή – μη προσβάσιμη πλέον – έχει μοναδική ιστορική σπουδαιότητα καθώς την χρησιμοποιούσαν οι αγωνιστές της Επανάστασης και οι μοναχοί και λαϊκοί σύντροφοί τους προκειμένου να μεταφέρουν, χωρίς να γίνονται αντιληπτοί, της ποσότητες πυρίτιδος που έκλεβαν από τους Τούρκους κατακτητές.
Η «Πύλιδα»
Βγαίνοντας από το σπήλαιο και κατεβαίνοντας από δεξιά τα φθαρμένα σκαλοπάτια της μαρμάρινης κλίμακας, παρατηρούμε μερικά μέτρα πιο πέρα τα απομεινάρια μιας άλλης κλίμακας μεγαλύτερης, αλλά κατεστραμμένης στο μέσον της, που οδηγεί ψηλότερα στο βορειανατολικό μέρος του τείχους καταλήγοντας σε μία μονίμως σφραγισμένη σιδερένια πόρτα, την «Πύλιδα», όπως την ονόμαζαν κάποτε.
Υπολογίζοντας την απόσταση καταλαβαίνουμε ότι μέσα από την απρόσιτη αυτή είσοδο εντοπίζεται η δίοδος που οδηγεί επάνω, στον χώρο πίσω από το Ερεχθείο, όπου και το κεκλιμένο επίπεδο, που άγει στην επιφάνεια της Ακρόπολης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε σχετικό έργο του ο ερευνητής – συγγραφέας Γιάννης Γιαννόπουλος, η εν λόγω θύρα παραμένει σε αχρηστία κατά τα τελευταία εξήντα χρόνια, αφού οι μόνοι που τη χρησιμοποιούσαν κάποτε ήταν οι Ιταλοί επί Κατοχής για να φέρνουν από το μέρος αυτό ιερόδουλες προς τέρψιν των ανδρών της Ιταλικής φρουράς…
Η πηγή της «Κλεψύδρας»
Ακολουθώντας ξανά το ίδιο μονοπάτι στη βορειοδυτική πλευρά οδηγούμεθα λίγο παρακάτω σ’ ένα άλλο υπόγειο πέρασμα, η αρχή του οποίου εντοπίζεται πίσω από ένα ψηλό βραχώδες πέτασμα. Στο σημείο εκείνο σύμφωνα με τις αρχαιολογικές πληροφορίες βρισκόταν η πηγή της «Κλεψύδρας». Εκτός από την ηλεκτροκίνητη αντλία που λειτουργεί ακόμη, εύκολα παρατηρεί κανείς και τους λαστιχένιους και πλαστικούς σωλήνες που κρέμονται και εκτείνονται εδώ κι εκεί, προσβάλλοντας την αισθητική του χώρου.
Σε μικρή απόσταση από ‘κει κάνει την εμφάνισή του ένα εν μέρει κτιστό κελί με δύο ικανού μεγέθους οπές στην οροφή του, ενώ πιο πέρα άλλο ένα παραπλήσιο κτίσμα φράζει με τον μικρό όγκο του ένα κοίλωμα στη ρίζα των βράχων, που δεν είναι τίποτε άλλο από την είσοδο μιας άλλης μεγάλου βάθους γαλαρίας που φθάνει μέχρι κάτω από τον διάδρομο που οδηγούσε στην πάλαι ποτέ αποθήκη του λαδιού κάτω από το δώμα στα αριστερά των Προπυλαίων.
Τα τελευταία μεγάλα και ορατά σπηλαιώματα εντοπίζονται στη δυτική πλευρά του Βράχου. Πρόκειται για τα τα σπήλαια «του Πανός» και «του Απόλλωνος», όπως είναι γνωστά. Μορφολογικά μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους και το βάθος τους είναι ελάχιστο. Όμως δίπλα ακριβώς από το σπήλαιο του Πανός υφίσταται η μόλις διακρινόμενη – κάτω από ένα φυσικό φατνίο με σκόρπια μαρμάρινα και πήλινα τεμάχια αρχαίων αντικειμένων – η είσοδος μίας χαμηλού ύψους σήραγγας που οδηγεί στα έγκατα του Βράχου με άγνωστη κατάληξη….
Φαινόμενα συνυφασμένα με τις διαστάσεις του χώρου και του χρόνου, αλλά’ ίσως και με άλλες, άγνωστες στον κοινό νου πραγματικότητες, έχουν παρατηρηθεί και καταγραφεί στον Ιερό Βράχο των Αθηνών με επίκεντρο φυσικά τον Παρθενώνα, την «μαρμάρινη βίβλο του Πνεύματος», όπως πολύ εύστοχα τον είχε χαρακτηρίσει ο αείμνηστος μαθηματικός και ερευνητής Θεοφ. Μανιάς.
Η γεωμετρία του ναού
Για μια επιτυχημένη και στο μέτρο του δυνατού πλήρη επαφή με τον ανυπερβλήτου κάλλους Ναό της Παλλάδας, τον πρώτο λόγο έχει η Γεωμετρία. Αποτελεί πλέον αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι αποστάσεις μεταξύ των κιόνων του Παρθενώνα δεν είναι όλες ίσες. Οι τελευταίες από δεξιά και αριστερά είναι ελαφρώς μικρότερες από τις άλλες. Οι κιονοστοιχίες του Ναού εσωτερικά είναι κάθετες. Εξωτερικά όμως κλίνουν προς τα μέσα, ώστε στην πραγματικότητα το σχήμα του οικοδομήματος να μην είναι παραλληλεπίπεδο, αλλάπυραμιδοειδές. Έχει υπολογιστεί ότι οι κίονες του Παρθενώνα, εκτεινόμενοι προοπτικά με αφετηρία το δάπεδό του, συναντώνται στα 3.024,26 μέτρα σχηματίζοντας πυραμίδα (με μία αιχμή στην κορυφή). Ο όγκος της πυραμίδας αυτής ισούται ακριβώς με το ήμισυ του όγκου της Πυραμίδας του Χέοπος (!)
Οι εκπλήξεις όμως δεν σταματούν εδώ. Παρατηρώντας κανείς τον Παρθενώνα από κοντά και από διαφορετικές οπτικές γωνίες έχει την αίσθηση ότι ο Ναός τείνει να αγγίξει τον ουρανό. Εάν πάλι τον δει από μακρινή απόσταση, λ.χ. από τα Χαυτεία ή από το Λυκαβηττό, του δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Ναός είναι υπερβολικά μεγάλος σε σχέση με τον Βράχο. Αντιθέτως, από τα Τουρκοβούνια ή απ’ το Αιγάλεω, φαίνεται πολύ μικρός. Πρόκειται ασφαλώς για οφθαλμαπάτη ανάλογη μ’ αυτήν που συμβαίνει όταν παρατηρούμε την Σελήνη σε διαδοχικές φάσεις κατά τις νυκτερινές ώρες. Στην περίπτωση του Παρθενώνα ωστόσο, το φαινόμενο οφείλεται στις αναλογίες μεταξύ των διαστάσεών του, οι οποίες είναι 4:9 ως προς τη σχέση μήκους και πλάτους, αλλά και ως προς τη σχέση μήκους και ύψους.
Από πλευράς γεωγραφικής θέσεως ο Παρθενώνας βρίσκεται σε 37ο58΄27΄΄ βόρειο γεωγραφικό πλάτος που είναι και το ιδεώδες για άριστες καιρικές συνθήκες. Όμως η παρατήρηση των συντεταγμένων του είναι μάλλον δύσκολη υπόθεση. Ο ερευνητής Γ. Κασσιμάτης περιγράφει (περιοδ. «Τρίτο Μάτι» – Οκτώβριος 2000) τις προσπάθειες του καθηγητή Τάκη Παππά και των συνεργατών του να καταγράψουν τις ακριβείς συντεταγμένες του Μνημείου πριν από δεκατέσσερα χρόνια. Οι εκπλήξεις που αντιμετώπισε η επιστημονική ομάδα ήταν πολλές και διαδοχικές, αφού οι συσκευές GPS που διέθεταν έπαυαν να λαμβάνουν δορυφορικό σήμα όταν τα μέλη που τις χειρίζονταν πλησίαζαν τον Παρθενώνα. Σε άλλες χρονικές στιγμές ωστόσο, λειτούργησαν κανονικά, αλλά όχι σε όλα τα σημεία πλησίον του Ναού….
Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να είναι απλές συμπτώσεις. Στην συμπαντική αρμονία όμως τίποτα δεν είναι συμπτωματικό, πόσο μάλλον όταν η αρμονία αυτή αντικατοπτρίζεται σ’ ένα καθόλου τυχαίο οικοδόμημα κατασκευασμένο σ’ ένα επίσης διόλου τυχαίο χώρο. Η έρευνα αποδεικνύει πλέον περίτρανα ότι η Ακρόπολη των Αθηνών και ιδιαιτέρως ο Παρθενώνας αποτελεί έναν πανίσχυρο ενεργειακό πόλο του πλανήτη. Είναι γνωστό ότι η Γη δέχεται κύματα διαφόρων ειδών και διαθέτει εσωτερικά ρεύματα ενεργείας που η μοναδική γεωγραφική και σχηματική υφή του Παρθενώνα συγκεντρώνει.
Ας ληφθεί δε υπ’ όψη ότι ότι το δομικό υλικό του Ναού προέρχεται από τα λατομεία της Πεντέλης και ειδικά από τα πέριξ του Σπηλαίου του Πανός (ή «Σπηλιάς του Νταβέλη»), ενός ετέρου ισχυρού ενεργειακού σημείου. Οι πρόγονοί μας δεν φείδονταν κόπου και χρημάτων προκειμένου να μεταφέρουν, λαξευμένα ήδη, τεμάχια από το «κατάλληλο» μάρμαρο (βάρους μέχρι και 18 τόνων) για να κτίσουν το Τέμενος της «Θεάς της Σοφίας».
Μάριος Κ. Μαμανέας
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter