Λένε πως ο Τίμων ήταν ένας Αθηναίος του 5ου αιώνα π.Χ., που έγινε μισάνθρωπος εξαιτίας της αχαριστίας των φίλων του!
Ήταν γιός του Εχεκρατίδη, από εύπορη οικογένεια και έζησε στους χρόνους του Πελοποννησιακού πολέμου. Σπούδασε φιλοσοφία, αλλά όταν διαπίστωσε την ηθική κατάπτωση των συγχρόνων του, κατελήφθη από μίσος για την ανθρωπότητα και έζησε απομονωμένος στους πρόποδες του Υμηττού, έχοντας σύνοικό του κάποιον Απέναντο, που τον είχε ακολουθήσει στη μοναχική ζωή του.
Λέγεται πως ανακάλυψε αργότερα έναν κρυμμένο θησαυρό, κι όταν οι φίλοι του, που δελεάστηκαν απ’ αυτό, προσπάθησαν να τον προσεγγίσουν και πάλι, εκείνος τους έδιωξε με χλευασμούς. Μέρος της ιστορίας του αφηγείται ο Πλούταρχος στο βίο του Αντωνίου. Η ανακάλυψη του θησαυρού ίσως να είναι επινόηση του Λουκιανού, που παρουσιάζε τον Τίμωνα στον ομώνυμο διάλογό του.
Υπήρχαν πολλά ανέκδοτα σχετικά με τη μισανθρωπία του. Κάποτε, ενώ γιόρταζε τις «επιτάφιες σπονδές» μαζί με τον σύνοικό του Απέναντο, ο σύντροφός του τού είπε πως το γεύμα τους ήταν πολύ ευχάριστο κι ο Τίμων απάντησε: «Θα ήταν ακόμη πιο ευχάριστο αν δεν παρακαθόσουν και συ σ’ αυτό».
«Έχω μια συκιά και θέλω να την κόψω, οπότε όποιος θέλει να κρεμαστεί ας σπεύσει»
Ο Τίμων έμεινε στην ιστορία και για τις ατάκες του που έσταζαν φαρμάκι. Όταν ο Τίμων για παράδειγμα έμαθε πως οι Αθηναίοι είχαν εκλέξει τον Αλκιβιάδη μεταξύ των δέκα στρατηγών χάρηκε ιδιαίτερα γιατί προέβλεπε πως η Αθήνα θα πάθαινε μεγάλες συμφορές από την εκλογή αυτή. Και δεν έπεσε και πολύ έξω.
Μολονότι ο ίδιος αποστρεφόταν τους συμπολίτες του και απέφευγε κάθε συνάφεια μαζί τους, οι Αθηναίοι μιλούσαν συχνά για τις παραξενιές του και ο Αριστοφάνης τον σατίρισε στις κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Λυσιστράτη».
Δεν πατούσε το πόδι του στην Αθήνα. Εντούτοις κάποια μέρα φάνηκε στην Πνύκα, την ώρα που συνεδρίαζε αυτό το ανώτατο όργανο της Δημοκρατίας. Οι συμπολίτες του γνωρίζοντας το ποιόν του έκαναν μεγάλο σούσουρο. Το σούσουρο το διαδέχτηκε η κατάπληξη, όταν ο Τίμων ζήτησε τον λόγο. Ανέβηκε στο βήμα και εν μέσω νεκρικής σιγής είπε στους συγκεντρωμένους:
«Άνδρες Αθηναίοι, όπως ξέρετε στο χτήμα που έχω στους πρόποδες του Υμηττού, υπάρχει μια συκιά, που χρησίμεψε ως τώρα σε πολλούς για να κρεμαστούν. Επειδή σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα εκεί και θα κόψω αυτή τη συκιά θα ήθελα να ειδοποιήσω όσους έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να το κάνουν σύντομα, πριν κόψω το δέντρο».
Λέγεται πως πέθανε από γάγγραινα, γιατί αρνήθηκε να δεχτεί το γιατρό όταν έπεσε από μια αγριοαχλαδιά και χτύπησε.
Ο τάφος του βρισκόταν κοντά στη θάλασσα, στο δρόμο που οδηγούσε από τον Πειραιά στο Σούνιο. Στον παραμελημένο τάφο του, που ήταν γεμάτος τσουκνίδες και βάτα, υπήρχε μια επιγραφή που είχε συνθέσει ο ίδιος: «Αφήνοντας την άθλια ζωή, κοιμούμαι σ’ αυτό τον τάφο. Μη ζητήσεις να μάθεις το όνομά μου, αλλά πήγαινε στο διάβολο! (ες κόρακας)».