Το «Ντιρλαντά», με ρυθμό που σε ξεσηκώνει και χωρίς μουσικό τέλος, την δεκαετία του ‘70 ήταν το πιο διάσημο ελληνικό τραγούδι στον κόσμο, έπαιζε ακόμα και στην Ιαπωνία, διαδεδομένο από τους Έλληνες ναυτικούς που έφταναν στα λιμάνια της χώρας και από την διασκευή που είχε κάνει η Δαλιδά, η διεθνούς φήμης τραγουδίστρια, και το έκανε παγκόσμια επιτυχία.
Ώ Ντιρλαντά, ντιρλανταντά, ω ντιρλαντά βρε και βραδιάζει, βρε κι η κουβέρτα αναστενάζει Βρε και ο μάγειρας φωνάζει, ω ντιρλαντά, ντιρλανταντά, Βρε ντιρλαντά και τέζα όλοι και πως θα πάρουμε την Πόλη. Από την πόλη την καλή, ήρθε μια σκούνα με πανί Ώ ντιρλαντά, ντιρλανταντά, αχ η Μαρία του Μηνά, Επάνω στ΄ άσπρο της ποδάρι, θα πάω να δέσω παλαμάρι…
Το τραγούδι έγραψε τη δεκαετία του ΄60 ο Καλύμνιος καπετάνιος ενός τσούρμου σφουγγαράδων, ο Παντελής Γκινής, που έγινε γνωστός ως Ντιρλαντάς. Ο ρυθμός του λέγεται ότι προέρχεται από τους λαούς της Βόρειας Αφρικής, αφού πηγαινοερχόταν για σφουγγάρια από τη Μπαρμπαριά.
Πώς γράφτηκε το τραγούδι O καπετάν Γκινής έγραψε το τραγούδι αυτό ενώ κρατούσε τη λαγουδιέρα (το τιμόνι) και οδηγούσε το καΐκι με το ένα χέρι και με το άλλο έγραφε τους στίχους, που ήταν σατιρικοί, πειραχτικοί, για το πλήρωμά του, τους δύτες. Ο Γκινής πήγαινε με το σφουγγαροκάικό του στη Μπαρμπαριά, στη Βόρειο Αφρική, στη Μπιγκάζα, κι αλίευε σφουγγάρια.
Μαζί με τα σφουγγάρια αλίευσε και το ρυθμό αυτό, τις συλλαβές «ντα-ντιρλάντα-ντα»! Μέχρι να φτάσει στην Κάλυμνο το έκανε τραγούδι. Το τσούρμο του συμμετείχε χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια και επαναλαμβάνοντας τις συλλαβές. Εκείνος έβαζε τους στίχους.
Τα ονόματα που ανέφερε «βρε και του Γιώργη δεν του δίνω…» ήταν υπαρκτά πρόσωπα, όπως και η «Μαρία του Μηνά» και η « Κατερίνα του τσαγκάρη»… Αυτές οι κοπέλες ήταν πιο ανοιχτές στον έρωτα τη δεκαετία του ’60, ερωτεύονταν χωρίς να φοβούνται.
Σύμφωνα με τη Ροδιακή, ο Γκινής, είχε ανέβει στην Αθήνα για να κάνει το πρώτο του 45άρι, με τη Δόμνα Σαμίου. Ο Σαββόπουλος το άκουσε και το συμπεριέλαβε στο δίσκο του «Το περιβόλι», λέγοντας ότι πρόκειται για παραδοσιακό τραγούδι!
Ο Γκινής τον πήγε στα δικαστήρια και δικαιώθηκε.