Στον βυθό της Μεσογείου, η οποία βρίσκεται ανάμεσα σε 3 ηπείρους και περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο πλούσιους εμπορικούς δρόμους της ιστορίας, οι αρχαιολόγοι ψάχνουν συνεχώς ευρήματα που μπορούν να μας αποκαλύψουν περισσότερα στοιχεία για την ανθρώπινη ιστορία.
Μια τέτοια ιστορία ήρθε στο φως το 1965, όταν ο ντόπιος δύτης Ανδρέας Καριόλου, εντόπισε τυχαία το ναυάγιο ενός αρχαίου ελληνικού εμπορικού πλοίου κοντά στην πόλη Κερύνεια, στις βόρειες ακτές της Κύπρου. Η ανακάλυψη αυτή εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές αποκαλύψεις του 20ού αιώνα: το πλοίο της Κερύνειας.
Ένας «θησαυρός» χωρίς χρυσό
Αν και το πλοίο δεν έκρυβε πολύτιμα μέταλλα ή κοσμήματα, θεωρείται ένας ανεκτίμητος «θησαυρός» για την κατανόηση της οικονομικής και εμπορικής ζωής της αρχαιότητας. Με μήκος μόλις 14 μέτρα, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν ότι το πλοίο μετέφερε περίπου 400 αμφορείς (μεγάλα κεραμικά δοχεία) γεμάτους με κρασί, ελαιόλαδο και αμύγδαλα.
Ο καθηγητής Tassos Papacostas, ειδικός στην ναυτική ιστορία της Κύπρου, σημειώνει:
«Αυτό που κάνει το πλοίο της Κερύνειας τόσο σημαντικό είναι ότι αντιπροσωπεύει τη ζωή των απλών ναυτικών και όχι των ελίτ.»
Πράγματι, δεν βρέθηκαν πολύτιμα μέταλλα, εξαιρετικά αγγεία ή περίτεχνα αντικείμενα τέχνης. Το φορτίο και τα προσωπικά αντικείμενα υποδηλώνουν ότι το πλήρωμα αποτελούνταν από εργατικούς εμπόρους της καθημερινότητας.
Τα προϊόντα αυτά δεν απευθύνονταν σε βασιλικά παλάτια αλλά αποτελούσαν βασικά εμπορεύματα καθημερινής χρήσης, προσφέροντας στους αρχαιολόγους πολύτιμες πληροφορίες για τις εμπορικές συναλλαγές της ελληνιστικής εποχής.
Νεότερες αναλύσεις φέρνουν ακριβέστερη χρονολόγηση
Αρχικά, η χρονολόγηση του ναυαγίου τοποθετήθηκε γύρω στο 300 π.Χ., βάσει της κεραμικής τυπολογίας. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες με πιο προηγμένες μεθόδους (όπως η ραδιοχρονολόγηση και η δενδροχρονολόγηση) επέτρεψαν στους ειδικούς να προσεγγίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τον χρόνο βύθισης του εν λόγω πλοίου.
Η ομάδα του καθηγητή Sturt Manning από το Πανεπιστήμιο Cornell ανέλυσε ξύλινα θραύσματα, φυτικά υπολείμματα και ζωικά οστά από το πλοίο, καταλήγοντας πως το ναυάγιο συνέβη μεταξύ 286 και 272 π.Χ., κατά την ελληνιστική περίοδο, δηλαδή λίγο μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το πλοίο, σύμφωνα με τους ερευνητές, πιθανόν ανήκε σε ένα δίκτυο μικρών εμπόρων. Μάλιστα, μπορεί να αποτελούσε μέρος μη νόμιμων εμπορικών δραστηριότητων. Οι έμποροι αυτοί ενδέχεται να δραστηριοποιούνταν κυρίως παράκτια, εκτός του επίσημου δικτύου μεγάλων λιμανιών και κρατικών δομών.
Πέρα από το φορτίο, το ναυάγιο περιείχε εργαλεία, μαγειρικά σκεύη και ακόμα και επιτραπέζια παιχνίδια, στοιχεία που προσφέρουν μια σπάνια και προσωπική ματιά στην καθημερινότητα των ναυτικών της εποχής.
Οι ανακαλύψεις αυτές αποκαλύπτουν τι έτρωγαν, πώς περνούσαν τον χρόνο τους και πώς ταξίδευαν στη Μεσόγειο αιώνες πριν. Το πλοίο της Κερύνειας είναι, έτσι, όχι μόνο τεκμήριο εμπορίου αλλά και ένα ζωντανό αρχείο της ανθρώπινης εμπειρίας στη θάλασσα.
Σήμερα, τα ανακατασκευασμένα υπολείμματα του πλοίου φυλάσσονται στο Ναυάγιο-Μουσείο του Κάστρου της Κερύνειας, στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Μάλιστα, έχει δημιουργηθεί και πλήρους κλίμακας αντίγραφο, το «Κερύνεια ΙΙ», το οποίο έχει δοκιμαστεί σε πειραματικά ταξίδια.