Ο Νικηφόρος Φωκάς γεννήθηκε περί το 912 στην Καππαδοκία και ήταν γόνος της φημισμένης οικογένειας των Φωκάδων, πολλά μέλη της οποίας κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στην αυτοκρατορία και αναδείχθηκαν στον στρατιωτικό αλλά και πολιτικό τομέα.
Ο παππούς του ονομαζόταν και αυτός Νικηφόρος και είχε ηγηθεί των ρωμαϊκών δυνάμεων στην Ιταλία και την Σικελία επί Βασιλείου Α’. Έχοντας κάνει βίωμα στη ζωή του τη λέξη πειθαρχεία πρωταρχικό μέλημά του είναι να ενταχθεί στον Αυτοκρατορικό στρατό.
Εντάχθηκε λοιπόν και το 945 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Z’ ο Πορφυρογέννητος του ανέθεσε τη διοίκηση του Ανατολικού Θέματος, που βρισκόταν υπό την απειλή των Αράβων. Ήταν οι κύριοι αντίπαλοι του, τους οποίους κατατρόπωσε σε σειρά μαχών για να κερδίσει τον χαρακτηρισμό «Ο Ωχρός Θάνατος των Σαρακηνών».
Το έτος 959 μ.Χ. κάθεται στο θρόνο ο Ρωμανός Β’, γιος του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, στεφθείς αυτοκράτωρ υπό του πατρός του το 945 μ.Χ. σε παιδική ηλικία.
Αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του Νικηφόρου Φωκά είχε αποφασίσει να τον προάγει ώστε να διοικήσει τις στρατιές της Αυτοκρατορίας στα εδάφη που είχε χάσει τους προηγούμενους αιώνες. Παρόλα αυτά η Αυλή του Αυτοκράτορα είχε αρκετά άτομα που τον “συμβούλευαν” να μην τον εμπιστεύεται φυσικά επειδή τον φθονούσαν.
Η εμπιστοσύνη την οποία έτρεφε ο αυτοκράτορας, τελικός κριτής, για το πρόσωπο του παρακοιμώμενού του, τον έπεισε να συγκατανεύσει και να διορίσει «αυτοκράτορα στρατηγό της προς τους Κρήτας μάχης» τον Νικηφόρο Φωκά.
Οφείλουμε να παραδεχθούμε, ότι η προσωπικότητα του Νικηφόρου, άνδρα ικανού να φέρει εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, έπαιξε επίσης αποφασιστικό ρόλο στην απόφαση του Ρωμανού.
Ο βυζαντινός στόλος όπως αναφέρεται από χρονικογράφους της εποχής, ήταν 50.000 περίπου στρατιώτες και 3.500 πλοία. Στον αριθμό αυτόν περιλαμβάνονταν 2000 χελάνδια (πολεμικά πλοία με σίφωνες υγρού πυρός), 1000 δρόμωνες και 500 μεταγωγικά που μετέφεραν πολεμικό εξοπλισμό και πολιορκητικές μηχανές.
Συμμετείχαν στρατιώτες από όλα τα βυζαντινά Θέματα, λαοί όπως Αρμένιοι, Σλάβοι και Ρώσοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους. Γεγονός επίσης είναι, ότι ο Φωκάς διέθετε ιππικό και υγρό πυρ.
Όπως γίνεται αντιληπτό, επρόκειτο για μια εντυπωσιακή ναυτική δύναμη που αποτύπωνε την ισχυρή απόφαση των βυζαντινών να επιβάλλουν την κυριαρχία τους ξανά στη θάλασσα. Η εποποιία των Βυζαντινών συνεχιζόταν να γράφεται με χρυσά γράμματα.
Ο βυζαντινός στόλος αναχώρησε για την Κρήτη τον Ιούνιο του 960 και στις 13 του Ιούλη αντίκρισε τη βόρεια ακτή της μεγαλονήσου. Η προσέγγιση έγινε απρόσκοπτα και χωρίς καμιά αντίσταση από τον αντίστοιχο αραβικό στόλο. Με τη αποβίβαση άρχισαν σκληρές μάχες στις γύρω από την πόλη.
Η αντίσταση των Αράβων κάμφθηκε, κατασκευάστηκε ένα πρόχειρο στρατόπεδο και όλος ο στρατός ετοιμάστηκε για τη μεγάλη πολιορκία. Πραγματικά η οχύρωση του Χάνδακα που ήταν ο κύριος στόχος ήταν επιβλητική.
Για να φανεί πόσο απόρθητη ήταν η πόλη, αρκεί ν’ αναφερθεί, ότι αργότερα οι Οθωμανοί για να την καταλάβουν, την πολιόρκησαν από το 1648 ως το 1669 (σε μια εποχή κατά την οποία η πολιορκητική πρακτική διέθετε πιο εξελιγμένα μέσα απ’ ότι το 960).
Καθώς περνούσε ο καιρός και έμπαινε ο χειμώνας, οι συνθήκες και για τα δυο μέρη έγιναν ιδιαίτερα σκληρές.
Οι Βυζαντινοί ήταν εκτεθειμένοι στους ανέμους και στις αιφνίδιες αλλαγές του καιρού, τα τρόφιμα και οι προμήθειες ήταν λιγοστά, η σωματική και ψυχολογική κόπωση μεγάλη, και τα κρούσματα απειθαρχίας στο στρατό του Φωκά αρκετά.
Το βυζαντινό μηχανικό κατάφερε σε ένα σημείο να ανοίξει ένα ρήγμα στα τείχη, από όπου εισήλθε ο στρατός στις 7 Μαρτίου του 961.
Ακολούθησε λεηλασία και σφαγή του αραβικού πληθυσμού για αρκετές ημέρες. Οι Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ότι ο στρατός του Νικηφόρου Φωκά έσφαξε ή πούλησε δούλους 200.000 ομοεθνείς τους άνδρες και γυναικόπαιδα.
Ο ίδιος ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, βλέποντας τη σφαγή «μπήκε ανάμεσά τους και προσπαθούσε να κατευνάσει την ορμή των στρατιωτών, επιχειρώντας να τους μεταπείσει να μην σκοτώνουν όσους παρέδιδαν τα όπλα.
Με τέτοια λόγια ο στρατηγός μόλις που κατόρθωσε να ανακόψει την ανελέητη ορμή των στρατιωτών» (σύμφωνα με τον Λέοντα Διάκονο). Έχοντας προσωπική εμπειρία από την κατάσταση στην Κρήτη, έστειλε πάμπολλους ιερείς, διέταξε και μετέτρεψαν τα τζαμιά σε εκκλησίες και ξεκίνησε τεράστιο πρόγραμμα εποίκισης του νησιού.
Ο Νικηφόρος Φωκάς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την οργάνωση των περιοχών που είχε απελευθερώσει. Κλήθηκε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη για ν’ αναλάβει δράση στο ανατολικό σύνορο.
Ακούραστος μέχρι το τέλος της ζωής του και πιστός στρατιώτης ξεκίνησε τις προετοιμασίες. Δεν άργησε να χτυπήσει και το χτύπημα του γενναίου στρατηγού ήταν σφοδρό. Κατά τον Αβουλφαράγιο (Άραβα ιστορικό) καταλήφθηκαν 55 φρούρια και πόλεις σε διάστημα 22 ημερών.
Κατά τον Λέοντα Διάκονο ο παραπάνω αριθμός ανέρχεται σε 60 πόλεις. Κάποιες απ’ αυτές καταλήφθηκαν με έφοδο και κάποιες παραδόθηκαν μετά το σφυροκόπημα των πολιορκητικών μηχανών.
Η εξυπνάδα του Νικηφόρου τον βοηθούσε να αντιληφθεί πότε μια πόλη μπορούσε να καταληφθεί με έφοδο και πότε απλά θα του κόστιζε σε αίμα. Επόμενος στρατηγικός στόχος το Χαλέπι η άλωση του οποίου έγινε την Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 962.
Εν τω μεταξύ ο αυτοκράτορας Ρωμανός Β’ πέθανε την 15η Μαρτίου 963. Αγαπητός από τα στρατεύματά του τον ανακηρύσσουν αυτοκράτορα στις 3 Ιουλίου του 963. Έλαβε το στέμμα από τον Πατριάρχη Πολύευκτο την Κυριακή 16 Αυγούστου του ίδιου έτους και στις 20 Σεπτεμβρίου νυμφεύθηκε την χήρα του εκλιπόντος Θεοφανώ.
Ο Νικηφόρος επέστρεψε στο θέατρο των επιχειρήσεων το καλοκαίρι του 964 μ.Χ., αποφασισμένος να πετύχει πιο μόνιμα αποτελέσματα αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο των αλλόθρησκων εχθρών του.
Οι Άραβες, που είχαν εποικίσει τα εδάφη δυτικά του Ευφράτη μετά την αποχώρησή του, τώρα έπρεπε να εκδιωχθούν οριστικά. Με συνεχείς εκστρατείες και νίκες καταλαμβάνει την μια πόλη μετά την άλλη.
Μάλιστα με την παράδοση μια μεγάλης πόλης, της Μοψουεστίας, που έγινε την 14η προς 15η Ιουλίου 965 μ.Χ. Από το στρατό του αυτοκράτορα χάθηκαν 4,000 οπλίτες, ενώ Άραβες ιστορικοί μιλούν για 200,000 αιχμάλωτους συμπατριώτες τους.
Από αυτούς, όσοι δέχθηκαν τον Χριστιανισμό, έλαβαν την άδεια να παραμείνουν στις εστίες τους, οι υπόλοιποι μετοίκισαν. Η ατέλειωτη σειρά αιχμαλώτων πέρασε μπροστά από τα τείχη της Ταρσού, προκειμένου να κάμψει το ηθικό των υπερασπιστών της.
Σειρά είχε ο Λίβανος. Ο αυτοκράτορας έδειχνε πραγματικά ασταμάτητος ωστόσο η μακρά απουσία από το παλάτι του επέβαλε να αναβάλει λίγο τα εκστρατευτικά σχέδια.
Η επιστροφή του έμελλε να είναι μοιραία καθώς ο ανηψιός του Φωκά Ιωάννης Τσιμισκής εκμεταλλεύτηκε τη δυσφορία από κάποιους νέους φόρους και τις συνεχείς εκστρατείες, συνεργάστηκε με την αυτοκράτειρα Θεοφανώ και οργάνωσε συνωμοσία για την εκθρόνισή του, η οποία και συντελέστηκε με τη δολοφονία του αυτοκράτορα τη νύχτα της 10ης Δεκεμβρίου του 969.
Δολοφονήθηκε με απεχθή τρόπο, την ώρα που κοιμόταν (σαν στρατιωτικός κοιμόταν στο δάπεδο του δωματίου, μια συνήθεια που παρ’ ολίγο να του έσωζε τη ζωή αν δεν το πρόδιδε ένα αυλικός του) από συνεργάτες του Ιωάννη.
Εν κατακλείδι ο Νικηφόρος Φωκάς απίστευτα δυναμικός και αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση τόσο στο πεδίο των μαχών όσο και στην εμπειρία της ασκητικής ησυχίας.
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και μεγαλόπνοος οραματιστής της παγκόσμιας ακτινοβολίας της αυτοκρατορίας. Πριν γίνει αυτοκράτορας, ο Νικηφόρος Φωκάς αναδείχθηκε μεγάλος στρατηγός σε όλα τα μέτωπα της εποχής του.
Χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ευσέβεια και αγαπούσε τον μοναχισμό. Ο Νικηφόρος ήταν γεννημένος στρατιώτης. Είχε τη σωματική αντοχή και διανοητική ικανότητα ενός μεγάλου στρατιωτικού ηγέτη, ήταν βραχύσωμος, αλλά εξαιρετικά ρωμαλέος.
Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα στρατεύματά του, τα οποία αγαπούσε και προστάτευε πάση θυσία, και τα οποία του ήταν πιστά μέχρι θανάτου.
Το όνομα του μαζί με τα άλλα λαμπρά του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου σκορπούσαν τον τρόμο στις εχθρικές στρατιές φέρνοντας την Αυτοκρατορία στο απόγειο της αίγλης της.