Την 1η Ιουνίου 1998, ο Δημήτρης Λιαντίνης εξαφανίστηκε απροειδοποίητα στα βουνά του Ταϋγέτου, προκαλώντας έκπληξη στο πανελλήνιο που παρακολουθούσε τις άκαρπες προσπάθειες ανεύρεσής του, ενώ πολλοί πίστευαν πως είχε αυτοκτονήσει.
Ακόμη, ο γνωστός συγγραφέας είχε αφήσει μία σειρά από επιστολές στους συγγενείς του, μέσω των οποίων, τους γνωστοποιούσε πως αποφάσισε να δώσει τέλος στην ζωή του και τους αποχαιρετούσε.
Πώς σχεδίασε την εξαφάνιση του
Ο γνωστός συγγραφέας δεν αποφάσισε να αυτοκτονήσει έτσι ξαφνικά. Επί πολλά χρόνια σχεδίαζε αυτή την πράξη του. Μυστικά απ’ όλους αν και οι περισσότεροι κοντινοί του άνθρωποι γνώρισαν και ήταν βέβαιοι πως εκείνη η ημέρα που τόσο ήθελε κάποια στιγμή θα έρθει.
Και είχαν απόλυτο δίκιο. Όταν εξαφανίστηκε, άφησε πίσω του πολλά στοιχεία (πέρα από το γράμμα στην κόρη του, Διοτίμα) ικανά να πείσουν τον οποιονδήποτε πως το ταξίδι του Λιαντίνη προς το θάνατο είχε σχεδιαστεί με κάθε λεπτομέρεια. Όταν την 1η Ιουνίου 1998 ο καθηγητής φιλολογίας έκλεινε για τελευταία φορά πίσω του την πόρτα του σπιτιού στη Ν. Κηφισιά, είχε θέσει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που δεν ήθελε να διακοπεί από κανέναν.
Η γυναίκα του ήταν εκείνη που βρήκε στο γραφείο του το γράμμα προς την κόρη τους. Αμέσως κατάλαβε πως δεν θα ξαναέβλεπε τον άνδρα της. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούσε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τον αποτρέψει. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε. Ο Λιαντίνης είχε φροντίσει να υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος που ήξερε και αυτός είχε ορκιστεί να μην πει τίποτα.
«Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ»
Ήταν ο ξάδελφός του αλλά και αδερφικός φίλος του, Παναγιώτης Νικολακάκος. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», του είχε πει ένα μήνα περίπου πριν εξαφανιστεί και αφού είχε ολοκληρώσει τον σχεδιασμό. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ». Ο Νικολακάκος του απάντησε «λέγε, αντέχω». Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε και χάρτη. Του ζήτησε να πάει στο σημείο λίγο αφότου θα έχει φύγει μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί πως δεν θα έχουν κατασπαράξει τα θηρία του βουνού το άψυχο σώμα του.
Στους υπόλοιπους, ο Νικολακάκος, θα αποκάλυπτε το βαρύ αυτό μυστικό επτά χρόνια αργότερα. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Έτσι κι έγινε. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη σύζυγο του Λιαντίνη. «Ήρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης».
Η προετοιμασία του θανάτου του ήταν τέτοια που ακόμα και σήμερα προκαλεί ανατριχίλα. Ο Λιαντίνης είχε ανέβει στον Ταΰγετο προκειμένου να προετοιμάσει την τελευταία του κατοικία, συνολικά 14 φορές. Όλες τις είχε καταγράψει ο ίδιος μια – μια στο «Ορειπορικόν» ένα δικό του σημειωματάριο που βρέθηκε καιρό αργότερα μέσα σε ένα από τα συρτάρια με τα προσωπικά του αντικείμενα. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1992 και η 14η και τελευταία την 1η Ιουνίου 1998.
«Αύριο είναι η μεγάλη μέρα»
Το σημειωματάριο βρέθηκε μετά την εξαφάνισή του. Το είχε αφήσει, μαζί με άλλες αποδείξεις της πράξης του, σε εμφανή σημεία, ώστε να βρεθούν εύκολα. Να μην αναρωτιέται κανείς για το τι πραγματικά συνέβη. Πάνω στο γραφείο του άφησε το φάκελο με το γράμμα για τη Διοτίμα, τη μοναχοκόρη του. Δίπλα ακριβώς υπήρχε και ένα ανοιχτό βιβλίο. Στη σελίδα που το άφησε υπήρχε μια αναπαράσταση της γυναίκας του Kαίσαρα με το όνειρο που είχε δει πριν εκείνος πεθάνει.
Στο διπλανό τραπέζι, όπως είχε πει η σύζυγός του σε παλαιότερη συνέντευξή της στην Ελευθεροτυπία, υπήρχε το ρολόι του, ο χρυσός του αναπτήρας, το στυλό του, όλα τα προσωπικά του αντικείμενα και οδηγίες για τα χρήματα και τους λογαριασμούς του. Κανένα περιθώριο για παρερμηνείες.
Στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι του, εκεί που κοιμήθηκε το τελευταίο βράδυ ήταν το «H ζωή εν τάφω» του Mυριβήλη. Tο διάβαζε για τρίτη φορά και όπως συνήθιζε είχε σημειώσει την ημερομηνία σε μια σελίδα μαζί με μια φράση. 31-5-98 «Tην προτεραία της αύριον». Kαι στην τελευταία 31-5-98 «Αύριο είναι η μεγάλη μέρα».
Ποιος ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε
Ένας οδηγός ταξί ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε τον Λιαντίνη. Ο καθηγητής είχε φύγει με το αυτοκίνητό του, μια άσπρη BMW, από την Κηφισιά και έφτασε μέχρι την Σπάρτη. Εκεί το πάρκαρε, στην οδό Λυκούργου, κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και στη συνέχεια επιβιβάστηκε σε ένα ταξί.
Κρατά έναν στρατιωτικό σάκο. «Πού πάμε;» τον ρωτά ο οδηγός. «Στο καταφύγιο του Ταϋγέτου». Φτάνοντας στον προορισμό τους, ο Λιαντίνης πληρώνει τον ταξιτζή, αλλά δεν τον αφήνει να φύγει αμέσως. «Κάτσε να κάνουμε ένα τσιγάρο».
«Δεν καπνίζω» του απαντά εκείνος. «Δεν πειράζει, κάνε μου παρέα». Καπνίζουν αμίλητοι στην ησυχία του βουνού. Στο τέλος αποχαιρετιούνται. «Γεια σου, φίλε», του λέει εκείνος. «Μισό λεπτό, πώς σας λένε;» αναρωτιέται ο ταξιτζής. «Λιαντίνη» του απαντά ο καθηγητής και παίρνει τον δρόμο που δεν είχε επιστροφή.
Επτά χρόνια αργότερα το μυστικό του Λιαντίνη αποκαλύφθηκε μαζί με εκείνον τον φυσικό τάφο, σε υψόμετρο 2.350 μέτρων, δίπλα σχεδόν στον Προφήτη Ηλία, που είχε βρει ο ίδιος και τον είχε προετοιμάσει κατάλληλα.
Το γράμμα προς την κόρη του
Πριν εξαφανιστεί, ο Δημήτρης Λιαντίνης άφησε το παρακάτω αποχαιρετιστήριο γράμμα στην κόρη του.
«Διοτίμα μου,
φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
in.gr