Το 1942 εμφανίστηκε το ραντάρ, μία πρωτοποριακή εφεύρεση που ανέτρεψε τις ισορροπίες του Πολέμου, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ των Συμμαχικών Δυνάμεων. Το συγκεκριμένο ραντάρ έδινε τη δυνατότητα του εντοπισμού εχθρικών αεροσκαφών σε αρκετά μεγάλες αποστάσεις και την τεχνογνωσία του διέθετε εκείνη την εποχή μόνο η Μ. Βρετανία. Αν και ευρέως «πατέρας» του θεωρείται ο Αγγλος Ρόμπερτ Ουάτσον Ουάτ, το Εκατοστομετρικό ραντάρ εφευρέθηκε λίγα χρόνια νωρίτερα, από τον Ελληνα Καθηγητή Φυσικής Παύλο Σαντορίνη.
Το 1969 οι Αγγλοι τίμησαν τον Σαντορίνη και καθυστερημένα παραδέχθηκαν ότι ανακάλυψαν το ραντάρ δύο χρόνια αργότερα από τον ίδιο. Αυτό που δεν αποκάλυψαν όμως, ήταν ότι το 1940 τους είχαν δοθεί τα σχέδια.
Ο επιστημονικός πόλεμος για την επικράτηση στους αιθέρες
Η ιστορία του ραντάρ, μοιάζει βγαλμένη από κατασκοπικές ταινίες. Εφευρέτες, μοιραίες γυναίκες και Μυστικές Υπηρεσίες έδωσαν μάχη πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για το ποιος θα αποκτήσει πρώτος την τεχνογνωσία που θα του έδινε ξεκάθαρη υπεροχή στους αιθέρες και συγκριτικό πλεονέκτημα στον πόλεμο. Από τις παραμονές ακόμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, Βρετανία και Ναζιστική Γερμανία, ξεκίνησαν ένα αγώνα δρόμου, για το ποιος θα ανακαλύψει πρώτος τον τρόπο και το μέσο για να εντοπίζει από μακριά τις εναέριες εχθρικές δυνάμεις.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου και οι δύο πλευρές πειραματίζονταν μυστικά, ήδη από τα μέσα του ’30 με τα ραδιοκύματα. Πριν από την ανακάλυψη του ραντάρ μεγάλης ισχύος, η αεράμυνα χρησιμοποιούσε παρατηρητές με κυάλια και γιγαντιαία χωνιά με πρωτόγονα ακουστικά συστήματα, για την ανίχνευση των εχθρικών αεροσκαφών. Με το ξέσπασμα του πολέμου εμφανίστηκαν τα πρώτα ραντάρ.
Ήταν θεόρατα και αρχικά λειτουργούσαν με ηλεκτρομαγνητικά πεδία 5 μέτρων και 1 έως 1,5 μέτρου στη συνέχεια. Η εμβέλειά των πρωτόγονων αυτών ραντάρ έφτανε μόλις τα 10 χλμ. και λόγω του μεγέθους τους, αποτελούσαν εύκολη λεία για τα βομβαρδιστικά. Την ίδια στιγμή, το 1936, ο Σαντορίνης διενεργούσε στο Παλαιό Φάληρο πειράματα με το Ελληνικό εκατοστομετρικό ραντάρ, με πεδία μόλις των 5 και 10 εκατοστών, σε μία εκπληκτική εμβέλεια των 150 έως 200 χλμ.