Ο Μεγάλος κατακλυσμός ήταν ένα κλιματικό φαινόμενο το οποίο κατέπνιξε τον πλανήτη επαναφέροντας το σε μία νέα κατάσταση. Ως παράδοση υπάρχει καταγεγραμμένο σε πολλούς λαούς είτε ως μύθος είτε ως ιστορικό γεγονός και δείχνει μία κατάσταση όπου ο Θεός ανακαινίζει τον πλανήτη γη λόγω των ανθρώπων οι οποίοι είχαν χάσει το δρόμο τους σε απροχώρητο βαθμό. Από όλους τους ανθρώπους χάρη βρήκε μόνο ένας με την οικογένεια του.
Φανταστείτε το ανάλογο σήμερα με παγκόσμιο πληθυσμό περίπου 7,19 δισεκατομμυρίων ανθρώπων όπου σώζεται μία μόνο οικογένεια επειδή βρήκε χάρη ενώπιον του Θεού ενώ οι υπόλοιποι όλοι χάνονται στην βροχή του Κατακλυσμού.
Θα μπορούσε αυτή η αναφορά να υποδηλώνει ότι προϋπήρχε κάποιος παγκόσμιος πολιτισμός πριν τον δικό μας ; Ασφαλώς , το αναφέρει όχι μόνο η Βίβλος αλλά και οι παραδόσεις των Ελλήνων και Βαβυλωνίων όπως θα δούμε σε αυτό θέμα.
Στο Έπος του Γιλγαμές ο μυθικός Ήρωας (η βασιλεία του ήταν μάλλον το 2.500 π.χ.) που ταυτίζεται με τον Ηρακλή ψάχνει το ελιξήριο της αιώνιας ζωής. Ο δρόμος του φτάνει στον αθάνατο Ουτναπιστίμ ο οποίος είχε το προνόμιο να γνωρίσει τους Θεούς από πολύ νωρίτερα. Ο Ουτναπιστίμ προτού δώσει σαφείς οδηγίες στον Γιλγαμές σχετικά με την αθανασία του αποκαλύπτει ένα μεγάλο μυστικό των Θεών: Ότι προσπάθησαν να καταστρέψουν το ανθρώπινο γένος….
Ο Κατακλυσμός του Ουτναπιστίμ (Βαβυλωνιακός Μύθος)
Ουτναπιστίμ : “Ξέρεις την πόλη Σουρρουπάκ που βρίσκεται στις όχθες του Ευφράτη; Η πόλη αυτή είναι πολύ παλιά κι ακόμα πιό παλιοί είν΄ οι Θεοί της. Εκεί ήταν ο Ανού, ο κυρίαρχος του στερεώματος, ο πατέρας των Θεών. Eκεί ήταν κι ο πολεμικός Ελνίλ ο σύμβουλός τους , ο Νινούρτα ο βοηθός, και ο Εννουζί ο επιτηρητής των καναλιών. Μαζί τους ήταν κι ο Εά. Κείνον τον καιρό ο κόσμος πλήθαινε πολύ, οι άνθρωποι γεννοβολούσαν. Ο κόσμος μούγκριζε σαν άγριος ταύρος. Οι μεγάλοι θεοί αναστατώθηκαν από τις κραυγές τους. Ο Ενλίλ που άκουσε τις φωνές τους είπε στο Συμβούλιο των Θεών: Οι βρυχηθμοί των ανθρώπων είναι ανυπόφοροι. Και δεν μπορεί κανείς να κοιμηθεί μέσα σε τούτη την αταξία. Και τότε οι θεοί πρόθυμα αποφάσισαν να εξαπολύσουν τον κατακλυσμό. Αλλά ο κύριός μου ο Εά, με προειδοποίησε με ένα όνειρο. Ψιθύρισε τούτα τα λόγια στο καλαμόσπιτό μου:
“Καλαμόσπιτο, Καλαμόσπιτο, τείχος! ώ τείχος! άκουσε με προσοχή καλαμόσπιτο που μοιάζεις τείχος. Ανθρωπε του Σουρρουπάκ, γιέ του Ουμπάρα – Τουτού, γκρέμισε το σπίτι σου και φτιάξε ένα πλοίο. Παράτησε την περιουσία σου και φρόντισε για τη ζωή σου. Περιφρόνησε τα αγαθά του κόσμου και σώσε μόνο τη ζωή σου. Σου λέω: γκρέμισε το σπίτι σου και φτιάξε πλοίο. Κι αυτά πρέπει να είναι τα μέτρα του πλοίου που θα φτιάξεις: οι πλευρές του πλοίου να είναι ίσες. Το κατάστρωμά του να είναι σκεπασμένο σαν το θόλο που σκεπάζει την άβυσσο. Και πάρε στο πλοίο σου σπόρους όλων των ζωντανών πλασμάτων”.
Όταν ξημέρωσε όλη μου η οικογένεια μαζεύτηκε γύρω μου. Τα παιδιά κουβαλούσαν πίσσα και οι άντρες έκαναν ότι μπορούσαν. Την Πέμπτη ημέρα είχα έτοιμη την καρίνα και τα πλευρά. Κι ύστερα έφτιαξα γρήγορα το σανίδωμα. Ο χώρος του ήταν ένα άκρ. Κάθε πλευρά του πλοίου λογαριαζόταν σε εκατόν είκοσι κυβικά και το σχήμα του ήταν τετράγωνο. Κατασκεύασα έξη καταστρώματα, το ένα κάτω από το άλλο, άθροισμα εφτά. Τα χώρισα σε εννέα τμήματα με διαχώρισμα ανάμεσά τους. Οπου χρειαζόταν έκανα χωρίσματα. Επιθεώρησα τα άρμενά του και έβαλα μέσα εφόδια.
Οι αχθοφόροι κουβάλησαν τα ειδικά λαγίνια με το λάδι. Ερριξα πίσσα στην εστία και άσφαλτο και λάδι στο καλαφάτισμα και ακόμα πιό πολύ αποθηκεύτηκε στο πλοίο. Εσφαξα ταύρο για τους ανθρώπους του πλοίου και κάθε ημέρα έσφαζαν πρόβατα. Εδωσα στους εργάτες του πλοίου άφθονο κρασί, θαρρείς και είτανε νεράκι, δυνατό κρασί και κοκκινέλι και σκούρο και άσπρο κρασί. Και το γιορτάσαμε όπως γιορτάζουμε την γιορτή της πρωτοχρονιάς. Εγώ ο ίδιος άλειψα το κεφάλι μου με αρωματικό λάδι. Και την έβδομη ημέρα το πλοίο ήταν έτοιμο πέρα για πέρα. /υσκολευτήκαμε στην καθέλκυσή του.
Ανεβοκατεβάζαμε τα έρμα του πλοίου, μέχρι που το πλοίο βυθίστηκε κατά δυό τρίτα. Φόρτωσαν πάνω όλο το χρυσάφι που είχα και όλα τα ζωντανά, την οικογένειά μου, τους συγγενείς μου, τα κτήνη του αγρού, τα άγρια και τα ήμερα και όλους τους τεχνίτες. Τους ανέβαζα στο κατάστρωμα, γιατί είχε πληρωθεί ο χρόνος που είχε ορίσει ο Σαμάς:
“Τη βραδιά που ο καβαλάρης της θύελλας σκορπούσε την καταστροφική του βροχή, έμπα μέσα στο πλοίο σου και κατέβασε τις σκαλωσιές σου”.
Ο χρόνος είχε πληρωθεί. Εφθασε η νύχτα. Ο καβαλάρης της θύελλας έστειλε τη βροχή. Κοίτταξα τον καιρό και ήταν τρομερός. Και έτσι μπήκα στο πλοίο και κατέβασα τις σκαλωσιές. Τώρα είχαν όλα συμπληρωθεί: και η σκαλωσιά και το καλαφάτισμα. Και έτσι έδωσα το τιμόνι στον Πουζούρ Αμουρρί, τον πηδαλιούχο, μαζί με την ευθύνη της ναυσιπλοϊας και τη φροντίδα του πλοίου. Με τα χαράματα ένα μαύρο σύννεφο φάνηκε στον ορίζοντα. Βροντούσε μέσα εκεί που περνούσε ο κύριος της θύελλας καβαλάρης, ο Αντάντ.
Μπροστά, πάνω από το λόφο και τον κάμπο του Σουλλάτ και Χανίς προχωρούσαν οι κήρυκες της θύελλας. Και τότε φάνηκε ο θεός της αβύσσου. Ο Νεργκάλ έσπασε τους υδατοφράκτες και των νερών του κάτω κόσμου. Ο Νικούρτας ο κύριος του πολέμου έσπασε τα φράγματα και οι εφτά κριτές της κόλασης και ο Αννουνάκι ύψωσαν τους δαυλούς τους για να φωτίσουν τη γή με το ωχρό τους φώς. Μια ναρκωτική απελπισία υψώνονταν μέχρι τους ουρανούς, όπου ο Θεός της θύελλας είχε μετατρέψει την ημέρα σε σκοτάδι και είχε συντρίψει τη γή σαν κύπελλο.
Μια ολόκληρη ημέρα η θύελλα λυσσομανούσε, παίρνοντας καινούργια ορμή καθώς προχωρούσε και ξεχύνονταν πάνω στους ανθρώπους, σαν θύελλα μαχών. Ο άνθρωπος δεν μπορούσε να δεί τον αδελφό του, ούτε και άνθρωποι φαίνονταν από τον ουρανό. Ακόμα και οι Θεοί τρόμαξαν από τον κατακλυσμό και κατέφυγαν στα πιό ψηλά μέρη του ουρανού, στο στερέωμα του Ανού και ζάρωσαν στα τείχη του ουρανού, σαν παλιόσκυλα. Και τότε η Ιστάρ η γλυκόφωνη βασίλισσα των ουρανών φώναξε δυνατά σαν παραδουλεύτρα:
“Αλλοίμονο οι παλιές ημέρες έγιναν σκόνη, επειδή εγώ κατηύθυνα το κακό. Αλλά γιατί να εισηγηθώ αυτό το κακό στο συμβούλιο των Θεών; Υποκινούσα πολέμους για να καταστρέψω λαούς, αλλά οι λαοί αυτοί δεν ήσαν δικοί μου. Εγώ τους έσπρωχνα. Και τώρα οι άνθρωποι επιπλέουν σαν τα αυγά ψαριών στον ωκεανό”.
Και οι μεγάλοι Θεοί του Ουρανού και της κόλασης έκλαψαν και σκέπασαν τα στόματά τους. Εξη ημέρες και έξη νύχτες φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, χείμαρροι, θύελλες και πλημμύρες συγκρούονταν σα δυό φαντάσματα πολεμιστών. Οταν ξημέρωσε η εβδόμη ημέρα, η θύελλα στο νότο κόπασε, η θάλασσα ηρεμούσε και ο κατακλυσμός ησύχαζε. Ολη η ανθρωπότητα είχε γίνει λάσπη. Η επιφάνεια της θάλασσας είχε γίνει επίπεδη και ο κατακλυσμός ησύχαζε. Ανοιξα μια χαραμάδα και το φώς έπεσε στο πρόσωπό μου. Και τότε έσκυψα κάτω και κάθισα και έκλαψα. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου, γιατί παντού δεν υπήρχε τίποτα άλλο από νερά.
Μάταια αναζητούσα με το βλέμμα μου γή. Μακριά όμως σε απόσταση δεκατεσσάρων λευγών εμφανίστηκε ένα βουνό και κεί άραξα το πλοίο μου. Στο βουνό Νισίρ, το πλοίο μου σταμάτησε και πιά δεν κινιόταν. Σταμάτησε τη μιά ημέρα και την άλλη ημέρα δεν κουνιόταν. Και πέρασε και η τρίτη ημέρα κι η τέταρτη ημέρα και το πλοίο δεν κουνιόταν. Και την πέμπτη ημέρα και την έκτη ημέρα το πλοίο είχε ακινητοποιηθεί στο βουνό. Οταν ξημέρωσε η έβδομη ημέρα άφησα ένα περιστέρι ελεύθερο. Το περιστέρι πέταξε μακρυά αλλά επειδή δεν βρήκε μέρος να σταθεί ξαναγύρισε. Υστερα άφησα ελεύθερο ένα χελιδόνι. Και πέταξε και αυτό μακρυά, αλλά δεν βρήκε μέρος να σταθεί και ξαναγύρισε. Αφησα ύστερα ένα κοράκι. Και το κοράκι είδε ότι τα νερά είχαν αποτραβηχθεί, έφαγε, πέταξε γύρω μας, έκραζε και πιά δεν ξαναγύρισε.
Τότε τα άνοιξα όλα προς τους τέσσερους ανέμους, έκανα μια θυσία και έχυσα τη σπουδή μου στο βουνό. Εφτά και άλλα εφτά καζάνια έστησα. Μάζεψα ξύλα και καλάμια και κέδρα και μυρτιά. Οταν οι Θεοί μυρίστηκαν τη γλυκειά μυρουδιά, μαζεύτηκαν σαν μυίγες πάνω στη θυσία. Και τότε έφτασε επιτέλους και η Ιστάρ, ύψωσε το περιδέραιο με τα κοσμήματα του ουρανού, που το έφτιαξε κάποτε για χάρη της ο Ανού:
“Ώ Θεοί, είπε, που μαζευτήκατε όλοι εδώ, με το λαζουρίτη που έχω στο λαιμό μου, θα θυμάμαι αυτές τις ημέρες, όπως θυμάμαι και τα κοσμήματα του στήθους μου. Αυτές τις τελευταίες ημέρες δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Και ας κάνουμε το ίδιο όλοι οι θεοί, που μαζευτήκαν γύρω στη θυσία εκτός από τον Ενλίλ. Αυτός δεν πρέπει να αγγίξει αυτήν την προσφορά, γιατί προκάλεσε τον κατακλυσμό, χωρίς να το σκεφθεί. Και καταδίκασε το λαό μου στην καταστροφή”.
Οταν έφθασε ο Ενλίλ και είδε το πλοίο μου, θύμωσε, αγρίεψε και καυγάδισε με τους θεούς που κατοικούν στον ουρανό:
“Ξέφυγαν θνητοί από την καταστροφή; /εν έπρεπε κανένας να επιζήσει”.
Τότε ο Θεός των πηγαδιών και των καναλιών ο Νινούρτα άνοιξε το στόμα του και είπε στον πολεμοχαρή τον Ενλίλ:
“Ποιός από όλους τους θεούς θα μπορούσε να μαντέψει τα πράγματα εκτός από τον Εά; Μόνο ο Εά γνωρίζει τα πάντα”.
Και ο Εά άνοιξε το στόμα του και είπε στον πολεμοχαρή Ενλίλ:
“Ηρωα Ενλίλ εσύ που είσαι ο πιό σοφός απ’ τους θεούς πώς μπόρεσες τόσο ανόητα να εξαπολύσεις τον κατακλυσμό; Η αμαρτία τον αμαρτωλό θα πρέπει να βαραίνει και η παρανομία τον παράνομο Τιμώρησέ τον λίγο όταν παραστρατεί Μη γίνεσαι σκληρός και μήν τον αφανίζεις. Μπορούσε το λιοντάρι να κατάστρεφε τον άνθρωπο και θάταν προτιμότερο απ’ τον κατακλυσμό. Μπορούσε ο λύκος να κατάστρεφε τον άνθρωπο και θάταν προτιμότερο απ’ τον κατακλυσμό. Μπορούσε η πείνα να αφάνιζε τον κόσμο και θάταν προτιμότερη απ’ τον κατακλυσμό. Μπορούσε ένας λοιμός ν’ αφάνιζε τον άνθρωπο και θάταν προτιμότερος απ’ τον κατακλυσμό. Δεν είμαι εγώ που αποκάλυψα το μυστικό των θεών. Ο σοφός άνθρωπος το έμαθε στο όνειρό του. Και τώρα το συμβούλιό μας πρέπει να αποφασίσει τι κάνουμε αυτόν εδώ”.
Και τότε ο Ενλίλ μπήκε στο πλοίο. Με πήρε από το χέρι. Πήρε μαζί και τη γυναίκα μου και μας έβαλε στο πλοίο. Εμείς γονατίσαμε αντικρυστά και κείνος έστεκε ανάμεσά μας. Και άγγιξε τα μέτωπά μας σαν σε ευλογία, λέγοντάς μας:
“Ουτναπιστίμ, παλιότερα είσουνα θνητός άνθρωπος. Από δώ και μπρός εσύ και η γυναίκα σου θα ζήσετε μακρυά, εκεί που είναι οι εκβολές των ποταμών”.
Και έτσι οι Θεοί με πήραν και με τοποθέτησαν εδώ να ζώ μακρυά στις εκβολές των ποταμών.
Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα (Ελληνικός Μύθος)
Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα είναι η ελληνική καταγραφή του Μεγάλου Κατακλυσμού η οποία διασώζεται μέσα από πολλά κείμενα των αρχαίων με την μορφή μύθου όπως άλλωστε συνήθιζαν οι αρχαίοι Έλληνες να διασώζουν κάθε πληροφορία που είχε πολύ ποιο αρχαιότερο παρελθόν. Βλέπουμε λοιπόν αναφορές στον Πλάτωνα , στον Λουκιανό οι οποίες μιλάνε όχι μόνο για έναν αλλά για περισσότερους κατακλυσμούς οι οποίοι είχαν γίνει στο κόσμο….
Σύμφωνα με τον Λουκιανό έχουμε αναφορές στο “περι ορχήσεως” και στο “περί της συρίης θεού” που μιλούν για τον Δευκαλίωνα :
Λουκιανός
Έρχεται κατόπιν η ιστορία του Δευκαλίωνος και του κατακλυσμού, όστις συνέβη εις την εποχήν του και πώς μία κιβωτός διέσωσε λείψανον του γένους των ανθρώπων και πώς έγιναν εκ νέου άνθρωποι εκ λίθων. (Λουκιανός – Περί ορχήσεως)
«Έτσι έχει ο μύθος του Δευκαλίωνος. Αυτή η γενιά των ανθρώπων δεν είναι η πρώτη, αλλά της πρώτης εκείνης γενιάς οι άνθρωποι όλοι χάθηκαν, αυτοί δε γένος δεύτερο είναι του Δευκαλίωνος που το πλήθος της παντού αποίκησε. Περί δε εκείνων των (πρώτων) ανθρώπων αυτά μυθολογούνται, ότι μεγάλοι υβρισταί έγιναν και αθέμιτα έργα έπρατταν, ούτε όρκους τηρούσαν, ούτε ξένους φιλοξενούσαν, ούτε και ικέτες ανέχοντο, έτσι επήλθε σ’ αυτούς η μεγάλη συμφορά.
Αυτή η ίδια η γη, πολύ ύδωρ ανέδυε, και βροχές μεγάλες έγιναν και οι ποταμοί τεραστίως διογκώθηκαν και η θάλασσα τόσο πολύ ανέβη, ώστε τα πάντα σκέπασε το νερό και έτσι χάθηκαν όλοι! Ο Δευκαλίων δε, ευσεβής και συνετός, μόνος των ανθρώπων απέμεινε για (να γεννήσει) την γενιά την δεύτερη. Η δε σωτηρία έτσι έγινε. Μεγάλη λάρνακα (κιβωτό) αυτός είχε και σ’ αυτήν επιβίβασε παιδιά[8] και γυναίκες. Κατέφθασαν δε και επιβιβάσθηκαν (στην κιβωτό επίσης) και χοίροι και ίπποι και λέοντες κατά γένη και όφεις και ακόμα όλα όσα την γη μοιράζονται, πάντα κατά ζεύγη.
Ο δε (Δευκαλίων) τα δέχθηκε όλα, γιατί μεταξύ τους δεν εβλάπτοντο, διότι εκ Διός φιλία έγινε μεταξύ τους και σε μια λάρνακα πάντες έπλευσαν όσο το ύδωρ επικρατούσε. Αυτά ιστορούν οι Έλληνες περί Δευκαλίωνος» (Λουκιανός – “περί της συρίης θεού”)
αντίστοιχες αναφορές βλέπουμε και σε έργα του Πλάτωνα που φυσικά είναι πολύ αρχαιότερος του Λουκιανού, και δείχνει τόσο την εγκυρότητα του μύθου όσο και τη γνώση του από τους Αιγύπτιους. όπως φαίνεται από την ιστορία του Σόλωνα στην πόλη Σάις.
Πλάτωνας
“…Κάποτε που θέλησε ο Σόλων να τους παρασύρει (εννοεί: τους ιερείς της Αιγύπτου) να μιλήσουν για τα παλιά γεγονότα, άρχισε να τους διηγείται για όσα εδώ στην Αθήνα θεωρούνται αρχαιότατα. Για τον Φορωνέα, τον οποίο ονόμασαν πρώτο και για τη Νιόβη και για τα μετά τον κατακλυσμό. Διηγήθηκε επίσης για τον Δευκαλίωνα και την Πύρρα, πως διαβίωσαν μετά τον κατακλυσμό, και για τους απογόνους τους, και προσπάθησε να καθορίσει πόσα έτη παρήλθον από όσα έλεγε και να χρονολογήσει. ….”
ενώ στη συνέχεια λέει :
“Και παρακάτω ο Αιγύπτιος ιερέας λέει στο Σόλωνα : ” Όσα λοιπόν είπες προηγουμένως, Σόλων, για τις δικές σας παραδόσεις περί γενεαλογιών, ελάχιστα διαφέρουν από παιδικά παραμύθια. Διότι εσείς ενθυμείσθε μόνο ένα κατακλυσμό της γης (σημείωση: τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα), ενώ έγιναν πολλοί πιο παλιά…..” (Πλάτων – Τίμαιος)
Συνεπώς ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα ήταν γνωστός στους Έλληνες ήδη από 4το με 3ο αιώνα π.Χ. ως ένα γεγονός που κατέστρεψε όλες τις Ελληνικές πόλεις όπως φαίνεται στον “Τίμαιο” Πλάτωνος..
Ο Κατακλυσμός του Νώε (Ιουδαϊκός & Χριστιανικός Μύθος)
Ο Κατακλυσμός του Νώε είναι ένα γεγονός που βρίσκεται καταγεγραμμένο στην Βίβλο (Γένεσις 6:8-8:22) και είναι αποδεκτό τόσο στην Χριστιανική όσο και στην Ιουδαϊκή θρησκεία.
Στην περίπτωση του κατακλυσμού του Νώε, ο κατακλυσμός γίνεται για να εξοντωθεί η κακία του κόσμου που είχε πληθύνει πολύ. Ο Θεός μετανιώνει για την Δημιουργία του ανθρώπου όμως ο Νώε , βρίσκει χάρη ενώπιον του Κυρίου και του επιτρέπεται να κατασκευάσει κιβωτό με την οποία θα σωθεί ….
8 Νῶε δὲ εὗρε χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ. 9 Αὗται δὲ αἱ γενέσεις Νῶε· Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε Νῶε. 10 ἐγέννησε δὲ Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, τὸν ᾿Ιάφεθ. 11 ἐφθάρη δὲ ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας. 12 καὶ εἶδε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη, ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. 13 καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ καταφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν.
14 ποίησον οὖν σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιὰς ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ. 15 καὶ οὕτω ποιήσεις τὴν κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων τὸ μῆκος τῆς κιβωτοῦ καὶ πεντήκοντα πήχεων τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς· 16 ἐπισυνάγων ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν ἄνωθεν· τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ πλαγίων· κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν. 17 ἐγὼ δὲ ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ τὴν γῆν καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι πνεῦμα ζωῆς, ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς, τελευτήσει. 18 καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου μετὰ σοῦ· εἰσελεύσῃ δὲ εἰς τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ.
19 καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων καὶ ἀπὸ πάσης σαρκός, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεις εἰς τὴν κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετὰ σεαυτοῦ· ἄρσεν καὶ θῆλυ ἔσονται. 20 ἀπὸ πάντων τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται πρὸς σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ. 21 σὺ δὲ λήψῃ σεαυτῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων, ἃ ἔδεσθε, καὶ συνάξεις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι καὶ ἐκείνοις φαγεῖν. 22 καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός, οὕτως ἐποίησε.
ΚΑΙ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· εἴσελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι σὲ εἶδον δίκαιον ἐναντίον μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ. 2 ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν εἰσάγαγε πρὸς σὲ ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν καὶ θῆλυ, 3 καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ τῶν καθαρῶν ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν καὶ θῆλυ, διαθρέψαι σπέρμα ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
4 ἔτι γὰρ ἡμερῶν ἑπτὰ ἐγὼ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ τὴν γῆν τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας καὶ ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἐποίησα, ἀπὸ προσώπου πάσης τῆς γῆς. 5 καὶ ἐποίησε Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός. 6 Νῶε δὲ ἦν ἐτῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ ὕδατος ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς. 7 εἰσῆλθε δὲ Νῶε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν διὰ τὸ ὕδωρ τοῦ κατατακλυσμοῦ. 8 καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 9 δύο δύο εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε.
10 καὶ ἐγένετο μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας καὶ τὸ ὕδωρ τοῦ κατακλυσμοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς. 11 ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐρράγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου, καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν. 12 καὶ ἐγένετο ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας. 13 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, ᾿Ιάφεθ, οἱ υἱοὶ Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτόν. 14 καὶ πάντα τὰ θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ πᾶν ὄρνεον πετεινὸν κατὰ γένος αὐτοῦ
15 εἰσῆλθον πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστι πνεῦμα ζωῆς. 16 καὶ τὰ εἰσπορευόμενα ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκὸς εἰσῆλθε, καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε. καὶ ἔκλεισε Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν αὐτοῦ. 17 Καὶ ἐγένετο ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη ἀπὸ τῆς γῆς. 18 καὶ ἐπεκράτει τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος. 19 τὸ δὲ ὕδωρ ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· 20 πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά.
21 καὶ ἀπέθανε πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ θηρίων καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς ἄνθρωπος. 22 καὶ πάντα, ὅσα ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε. 23 καὶ ἐξήλειψε πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ. 24 καὶ ὑψώθη τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡμέρας ἑκατὸν πεντήκοντα.
ΚΑΙ ἀνεμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε τὸ ὕδωρ, 2 καὶ ἐπεκαλύφθησαν αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ. 3 καὶ ἐνεδίδου τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας. 4 καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ ᾿Αραράτ. 5 τὸ δὲ ὕδωρ ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ ἐν τῷ δεκάτῳ μηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, ὤφθησαν αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων.
6 καὶ ἐγένετο μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ· 7 καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 8 καὶ ἀπέστειλε τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 9 καὶ οὐχ εὑροῦσαι ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς, ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν κιβωτόν. 10 καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ·
11 καὶ ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν, καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς, καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς. 12 καὶ ἐπισχὼν ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν περιστεράν, καὶ οὑ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς αὐτὸν ἔτι. 13 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ μηνός, ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ ἀπεκάλυψε Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. 14 ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ μηνὶ ἐξηράνθη ἡ γῆ, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός. 15 Καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε λέγων·
16 ἔξελθε ἐκ τῆς κιβωτοῦ, σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ σοῦ 17 καὶ πάντα τὰ θηρία, ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ, καὶ πᾶσα σὰρξ ἀπὸ πετεινῶν ἕως κτηνῶν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάγαγε μετὰ σεαυτοῦ· καὶ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε ἐπὶ τῆς γῆς. 18 καὶ ἐξῆλθε Νῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ. 19 καὶ πάντα τὰ θηρία, καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ πᾶν πετεινόν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
20 καὶ ᾠκοδόμησε Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον. 21 καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήτω ἔτι καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ· οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν, καθὼς ἐποίησα. 22 πάσας τὰς ἡμέρας τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα, θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι.
Τελειώνοντας αυτό το φοβερό άρθρο για τον Μεγάλο κατακλυσμό θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι οι αναφορές για προϋπάρχον πολιτισμό πριν το κατακλυσμό είναι αδιαμφισβήτητες για όσους πιστεύουν στην Αγία Γραφή. Αυτό το οποίο δεν μπορούμε να εξάγουμε εύκολα είναι το επίπεδο της τεχνολογίας που κατείχε αυτός ο πολιτισμός. Ασφαλώς όμως για να επιτραπεί η διάσωση όλων των ζώων της ανθρωπότητας προφανώς το τεχνολογικό επίπεδο της εποχής ήταν σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο, όπως επίσης και η διάρκεια ζωής η οποία έφτανε τα χίλια χρόνια.
laptonarchives.blogspot.com