Ο Αχιλλεύς υπήρξε ο κεντρικός και επιφανέστερος ήρωας της Ιλιάδας, γενναιότερος από όλους τους Έλληνες, στοργικός προς την μητέρα και τους φίλους του, τρομερός στις μάχες, ανοιχτόκαρδος, ατρόμητος και ταυτόχρονα ευαίσθητος στις απλές απολαύσεις, φιλόδοξος και όταν πλήττεται η τιμή του αδυσώπητος στην εκδίκηση και την οργή, αλλά ταυτόχρονα υπάκουος στην θέληση των θεών.
Ο Αχιλλέας ήταν το μεγάλο «όπλο» των Ελλήνων και ο αγαπημένος της Αθηνάς και της Ήρας. Η μητέρα του Θέτις, τον είχε προειδοποιήσει ότι η μοίρα του ήταν είτε να δοξαστεί και να πεθάνει νωρίς είτε να ζήσει μια μακρά αλλά άσημη ζωή. Ο ήρωας επέλεξε το πρώτο και συμμετείχε στον Τρωικό πόλεμο, από τον οποίο γνώριζε ότι δεν επρόκειτο να επιστρέψει.
Αχιλλεύς: Γέννηση – παιδικά χρόνια
Ο Αχιλλέας ήταν γιος του Πηλέα, βασιλέα των Μυρμιδόνων στη Φθία (πλησίον των Φαρσάλων – σημερινή βορειοανατολική Φθιώτιδα) και της Νηρηίδας Θέτιδος. Κάποια στιγμή ο Δίας και ο Ποσειδώνας συναγωνίστηκαν για το χέρι της μέχρις ότου ένα μαντείο προβλέψει ότι θα γεννούσε ένα γιο καλύτερο και πιο δυνατό από τον πατέρα του, οπότε επέλεξαν να την δώσουν σε κάποιον άλλο. Στην παιδική του ηλικία εκπαιδεύτηκε από τον Φοίνικα, γιό του βασιλέα Αμύντορα και βασιλέα της Δολοπείας, ο οποίος του δίδαξε ευγλωττία, πολεμικές τέχνες και τον συνόδευσε στον Τρωικό πόλεμο.
Σύμφωνα με μετα Ομηρικό μύθο, η Θέτις προσπάθησε να κάνει τον Αχιλλέα άτρωτο βουτώντας τον στα νερά της Στύγας, ενώ τον κρατούσε από τη φτέρνα με αποτέλεσμα να καταστεί τρωτός σ’ αυτό το σημείο. Νεότερη και λιγότερο δημοφιλής εκδοχή αναφέρει ότι η Θέτις άλειφε το αγόρι με αμβροσία κι κατόπιν το έβαζε κάθε βράδυ πάνω από τη φωτιά ώστε να κάψει τα θνητά μέρη του σώματός του.
Όταν μια νύχτα ο Πηλέας είδε την Θέτιδα να κάνει κάτι τέτοιο φοβήθηκε (νόμιζε ότι ήθελε να σκοτώσει το παιδί) και της έβαλε της φωνές. Εξοργισμένη τότε η Θέτις εγκατέλειψε πατέρα και γιο και επέστρεψε στην θάλασσα, κοντά στις αδερφές της Νηρηίδες και κατόπιν ο Πηλέας τον παρέδωσε (ίσως μαζί με τον φίλο του, Πάτροκλο) στον Κένταυρο Χείρωνα, στο όρος Πήλιο, ο οποίος τον εκπαίδευσε στις τέχνες της ιππασίας, του κυνηγιού και του παιξίματος του φόρμιγγα (αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο).
Σε ηλικία εννέα ετών, ο μάντης Κάλχας προφήτευσε ότι η Τροία δεν μπορούσε να καταληφθεί χωρίς τη βοήθειά του και η Θέτις γνωρίζοντας ότι ο εν λόγω πόλεμος θα ήταν μοιραίος γι’ αυτόν, τον μεταμφίεσε σε κορίτσι και τον έστειλε να μείνει με τις κόρες του βασιλέα Λυκομήδη στην Σκύρο, με το όνομα Πύρρα λόγω της ερυθράς κόμης. Εκεί ο Αχιλλέας σύναψε σχέση με μια από τις κόρες του βασιλέα, την Δηιδάμεια με την οποία απέκτησε τον Νεοπτόλεμο.
Ανακαλύφθηκε από τον Οδυσσέα, ο οποίος όταν πληροφορήθηκε που κρυβόταν, έφτασε στην Σκύρο μαζί με τον Διομήδη, τον Πάτροκλο (παιδικό φίλο του Αχιλλέα) και τον δάσκαλό του Φοίνικα. Μεταμφιεσμένος σε γυρολόγο που εμπορευόταν κοσμήματα και φορέματα πήγε στο παλάτι του Λυκομήδη όπου συνάντησε τον ίδιο, τις κόρες του και τον Αχιλλέα. Ο Οδυσσέας με την άδεια του Λυκομήδη, άφησε τα κοσμήματα και τα φορέματα μπροστά στις πριγκίπισσες, αλλά κάτω απ’ αυτά είχε κρύψει ένα ξίφος και ενώ οι κοπέλες δοκίμαζαν τα φορέματα,
ο Αχιλλέας βρήκε το σπαθί το τράβηξε και έτσι ο Οδυσσέας κατάλαβε ποιος είναι. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, εντοπίστηκε όταν ήχησε μια σάλπιγγα σημαίνοντας εισβολή, όπου αντί να δειλιάσει, άρπαξε ένα δόρυ για να απωθήσει τους εισβολείς. Μετά την αποκάλυψη συμμετείχε στην εκστρατεία κατά της Τροίας επικεφαλής πενήντα πλοίων και συνολικά 2.500 Μυρμιδόνων.
Αχιλλεύς: Περίοδος Τρωικού πολέμου
Στο πρώτο τους ταξίδι για την Τροία οι Έλληνες αφού αναχώρησαν από την Αυλίδα έφτασαν στην Μυσία της οποίας βασιλιάς ήταν ο Τήλεφος, γιος του Ηρακλή. Θεωρώντας λανθασμένα ότι ήταν η Τροία άρχισαν να μάχονται και σε μονομαχία με τον Αχιλλέα, ο Τήλεφος τραυματίστηκε σοβαρά. Τα τραύματα δεν θεραπεύονταν και σύμφωνα με χρησμό, έπρεπε να απευθυνθεί σε εκείνο που τα προκάλεσε (ο τρώσας ιάσεται). Όμως ο Αχιλλέας δήλωσε αδυναμία της θεραπείας και όταν ο Οδυσσέας σκέφθηκε να βάλουν στην πληγή ξύσματα από το δόρυ του Αχιλλέα οι πληγές επουλώθηκαν.
Οι Έλληνες επέστρεψαν στην Αυλίδα όπου παρέμειναν μη δυνάμενοι να αναχωρήσουν λόγω άπνοιας που είχε προκαλέσει η θεά Άρτεμις διότι ο Αγαμέμνων είχε σκοτώσει ένα ελάφι στο άλσος της Αρτέμιδος καυχόμενος ότι ούτε η θεά Άρτεμις σημάδευε τόσο καλά. Ο μάντης Κάλχας αποκάλυψε στον Αγαμέμνονα ότι για να εξευμενισθεί η θεά πρέπει να θυσιάσει την κόρη του Ιφιγένεια. Ο Αγαμέμνων μη δυνάμενος να πράξει διαφορετικά αποφάσισε να την θυσιάσει, όμως ο μόνος τρόπος να φέρει την Ιφιγένεια χωρίς την αντίδραση της Κλυταιμνήστρας ήταν να χρησιμοποιήσει δόλο.
Ο Οδυσσέας τότε ανέλαβε να φέρει την Ιφιγένεια ισχυριζόμενος πως επρόκειτο να παντρευτεί τον Αχιλλέα ο οποίος δεν γνώριζε αυτήν την απόφαση. Όταν η Κλυταιμνήστρα έρχεται με την Ιφιγένεια και πληροφορείται από τον Αχιλλέα ότι δεν υφίσταται γάμος, προσπαθεί αγανακτισμένη να πάρει με το μέρος της τον Αχιλλέα ο οποίος έχει ήδη θυμώσει που οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το όνομα του εν αγνοία του.
Η Ιφιγένεια βλέποντας τόσους άνδρες αποφασισμένους να πεθάνουν για λόγους τιμής, δέχεται να θυσιασθεί, αλλά όταν ο Κάλχας είναι έτοιμος να βυθίσει το μαχαίρι, η θεά Άρτεμις παίρνει την Ιφιγένεια και την πηγαίνει στην χώρα των Ταύρων όπου την χρίζει ιέρειά της και στην θέση της αφήνει ένα ελάφι. Μετά από αυτήν την εξέλιξη οι Έλληνες αναχωρούν για την Τροία.
Τα πρώτα εννέα έτη, οι Τρώες ήταν κλεισμένοι στα τείχη τους και οι Έλληνες πραγματοποιούσαν σποραδικές επιθέσεις λεηλατώντας τα περίχωρα. Κατά την διάρκεια αυτών των επιθέσεων ο Αχιλλέας κατέστρεψε πολλές πόλεις πέριξ της Τροίας ισοπεδώνοντας δώδεκα παράκτιες και έντεκα στο εσωτερικό της χώρας.
Τα σημαντικότερα γεγονότα – κατορθώματα που συνδέονται με την παρουσία του Αχιλλέα στην Τροία είναι τα ακόλουθα:
– Ο Τρωίλος ήταν νεότερος γιος της Εκάβης και του Πριάμου ή του Απόλλωνα και σύμφωνα με την παράδοση, αν ο Τρωίλος έφτανε τα είκοσι χρόνια, η Τροία δεν θα μπορούσε να κυριευθεί από κανέναν. Ο Όμηρος γνωρίζει τον θάνατο του Τρωίλου (Ω 257) εξιστορείται όμως με λεπτομέρειες στα Κύπρια (Πρόκλος, Χρηστομάθεια 162). Η Πολυξένη μαζί με τον αδελφό της Τρωίλο ο οποίος ήταν έφιππος, είχε βγει για να πάρει νερό από την πηγή. Ο Αχιλλέας τον κυνήγησε, τον πρόλαβε, αν και πεζός, πήδηξε επάνω στο άλογο, τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον έριξε στο έδαφος. Έπειτα τον έσυρε στον βωμό του Θυμβραίου Απόλλωνα – και τον σκότωσε. Μετά την άλωση της Τροίας, η Πολυξένη θα θυσιαστεί στον τάφο του Αχιλλέα, από τον Νεοπτόλεμο.
– Όταν ο στόλος των Αχαιών έφτασε στην Τροία ουδείς τολμούσε να βγει από το πλοίο του διότι η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις είχε πει πως θα σκοτωνόταν αμέσως όποιος πατούσε πρώτος το έδαφος, ενώ ταυτόχρονα μια ομάδα Τρώων με επικεφαλής τον Έκτορα, λιθοβολούσε τα πλοία των Αχαιών. Την λύση στο πρόβλημα έδωσε ο Οδυσσέας ο οποίος βγαίνοντας από το πλοίο έριξε την ασπίδα του στο έδαφος και πατώντας σε αυτήν ακύρωσε τον χρησμό της Θέτιδας. Το ίδιο έπραξε και ο Πρωτεσίλαος αλλά κατά λάθος ακούμπησε το χώμα και σκοτώθηκε αμέσως από το ακόντιο του Έκτορα. Έπειτα από αυτό το γεγονός, οι Αχαιοί ικανοποιημένοι για την λύση του χρησμού, αλλά και λυπημένοι για τον θάνατο του φίλου τους, αποβιβάζονται και ξεκινά ο πόλεμος. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Αχιλλέας μονομαχεί με τον Κύκνο ο οποίος είχε την ικανότητα να μην πληγώνεται από χάλκινο όπλο. Ο Αχιλλέας όμως τον νικά, ρίχνοντας του μια μεγάλη πέτρα στο κεφάλι. Η εν λόγω μονομαχία ήταν τόσο σφοδρή ώστε μνημονεύεται μαζί με τις μάχες κατά του Έκτορα και του Μέμνωνα.
– Ο Ηετίων ήταν βασιλέας της Κιλικιακής Θήβης, είχε επτά γιούς και ήταν πατέρας της Ανδρομάχης, συζύγου του Έκτορα. Σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα κατά την επιδρομή του τελευταίου στη Θήβη (Ιλιάδα ραψωδία Ζ) μαζί με τους γιους του. Ο Αχιλλέας σεβάστηκε τον Ηετίωνα και επέτρεψε να τον θάψουν σε μεγαλοπρεπή τύμβο.
– Στη Θήβα της Τρωάδας αιχμαλωτίστηκε η Χρυσηίδα κόρη του Χρύση, ιερέα του Απόλλωνος, ενώ σε μια άλλη πόλη την Λαρνησσό, αιχμαλωτίστηκε η Βρισηίδα, κόρη του βασιλιά των Λελέγων Βρίση ή Βρισέως και αδελφού του Χρύση. Ο Βρίσης αυτοκτόνησε όταν έμαθε την αιχμαλωσία της κόρης του. Ακολούθησε η διανομή των λαφύρων και ο Αγαμέμνων κέρδισε την Χρυσηίδα, ενώ ο Αχιλλέας την Βρισηίδα. Ο Απόλλων εξοργισμένος για τον θάνατο του ιερέα του, έσπειρε λοιμό στο στρατόπεδο των Αχαιών και ο Αγαμέμνονας υποχρεώθηκε να παραδώσει την Χρυσηίδα στον πατέρα της, αλλά σε αντάλλαγμα πήρε την Βρισηίδα από τον Αχιλλέα, ο οποίος την παρέδωσε μετά από παρέμβαση της Αθηνάς, αλλά ταυτόχρονα αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο και απομονώθηκε στην σκηνή του.
Ο Δίας, μετά από παρέμβαση της Θέτιδας, υποσχέθηκε ότι η νίκη θα «πήγαινε» στην πλευρά των Τρώων, μέχρι να τιμήσουν οι Αχαιοί τον γιο της. Οι σχέσεις στο Ελληνικό στρατόπεδο παρέμεναν τεταμένες και σε μια προσπάθεια εξομάλυνσης στάλθηκαν πρέσβεις στον Αχιλλέα, προσφέροντάς του πλούσια δώρα και αποκατάσταση της Βρισηίδας αλλά μάταια. Πείστηκε όμως από τον αγαπημένο του φίλο Πάτροκλο, να του επιτρέψει να χρησιμοποιήσει τους άνδρες, τα άλογα και την πανοπλία του, αλλά αυτός σκοτώνεται από τον Έκτορα ο οποίος πήρε τα όπλα του ως λάφυρα.
Ο Αχιλλέας όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του φίλου του περιέπεσε σε βαθιά θλίψη. Η μητέρα του Θέτις ζητά από τον θεό Ήφαιστο να σφυρηλατήσει μια καινούργια πανοπλία για τον γιο της, ενώ η Ίρις εμφανίσθηκε ενώπιον του απαλύνοντας τους θρήνους του και παροτρύνοντάς τον να σώσει το σώμα του Πάτροκλου.
Όταν παρέλαβε την νέα του πανοπλία, έσπευσε στο πεδίο της μάχης, αρνούμενος να φάει & να πιει μέχρι να εκδικηθεί τον θάνατο του φίλου του. Αφού τραυματίστηκε και σκότωσε πολλούς Τρώες, αναζήτησε τον Έκτορα, τον οποίο κυνήγησε τρεις φορές γύρω από τα τείχη της πόλης, ώσπου τελικά τον σκότωσε, δένοντας το σώμα του στο άρμα του και τον έσυρε στα πλοία των Ελλήνων. Μετά από αυτό, έκαψε το σώμα του Πατρόκλου, μαζί με δώδεκα νεαρούς Τρώες, που θυσιάστηκαν για να κατευνάσουν το πνεύμα του φίλου του και στη συνέχεια παρέδωσε το σώμα του Έκτορα στον Πρίαμο, ο οποίος προηγουμένως είχε ικετεύσει γι’ αυτό.
– Προς το τέλος του Τρωικού Πολέμου ο Αχιλλέας αντιμετώπισε την βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια. Κατά την διάρκεια της μάχης η αμαζόνα του έριξε ακόντιο, το οποίο κομματιάστηκε μόλις χτύπησε στην ασπίδα του Αχιλλέα, γεγονός που συνέβη και με το δεύτερο ακόντιο. Ο Αχιλλέας κάποια στιγμή κατόρθωσε να την τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος, οπότε πλησιάζοντας και βγάζοντας το κράνος, η ομορφιά της Πενθεσίλειας τον γέμισε μελαγχολία και όσοι ήταν παρόντες αντελήφθησαν ότι ο Αχιλλέας είχε ερωτευθεί κεραυνοβόλα την ετοιμοθάνατη αμαζόνα.
Αλλά ο Θερσίτης, ακόμα και την τραγική αυτή ώρα, αισθάνθηκε την ανάγκη να περιγελάσει τον Αχιλλέα, βυθίζοντας το κοντάρι του στο μάτι της Πενθεσίλειας. Τότε ο ήρωας, έξαλλος από θυμό, σηκώθηκε και τον σκότωσε με γροθιές «εν βρασμώ ψυχής». Στην συνέχεια, σήκωσε απαλά τη βασίλισσα και την έβγαλε από το πεδίο της μάχης. Το σώμα της, μαζί με τα πτώματα δώδεκα Αμαζόνων, τα παρέδωσαν με ολόκληρο τον οπλισμό τους στους Τρώες και αυτοί αφού τα έκαψαν έθαψαν τις στάχτες με όλες τις τιμές.
Θάνατος του Αχιλλέα
Ο Αχιλλέας σκοτώθηκε στη Σκαιά πύλη πριν καταληφθεί η Τροία. Ο θάνατος αναφέρεται στην Ιλιάδα σε ορισμένα αποσπάσματα (xxii 358, xxi 278) ενώ αναφέρεται ρητά στην «Οδύσσεια» (36) όπου λέγεται ότι ο θάνατός του θρηνήθηκε από θεούς και ανθρώπους, ότι οι στάχτες του, μαζί με αυτές του Πατρόκλου, τοποθετήθηκαν σε χρυσή υδρία, την οποία ο Βάκχος (Διόνυσος) παρέδωσε ως δώρο στη Θέτιδα και θάφτηκαν σε ακτή του Ελλήσποντου.
Οι ιστορικές αναφορές στον θάνατο του Αχιλλέα διαφέρουν, αν και όλοι συμφωνούν ότι δεν σκοτώθηκε από ανθρώπινα χέρια, ή τουλάχιστον χωρίς την παρέμβαση του θεού Απόλλωνα. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο Απόλλων όπλισε το χέρι του Πάριδος (γεν. του ους. Πάρις) και εκείνος τόξευσε δηλητηριώδες βέλος το οποίο πέτυχε τον Αχιλλέα στην φτέρνα το μόνο τρωτό του σημείο, εκδικούμενος τον θάνατο του Έκτορα.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αχιλλέας ερωτεύθηκε την Πολυξένη και ζήτησε από τον Πρίαμο το χέρι της. Ο δεύτερος συμφώνησε υπολογίζοντας ότι αφενός ο γάμος θα σημάνει το τέλος του πολέμου και αφετέρου θα συμμαχούσε με τον μεγαλύτερο πολεμιστή του κόσμου. Ο Πάρις θεωρώντας ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει την Ελένη εφόσον ο Αχιλλέας παντρευτεί την αδελφή του, κρύβεται και πετυχαίνει τον Αχιλλέα ενώ βρισκόταν στον ναό του Απόλλωνα στην Θύμβρα ενόψει του γάμου του.
Το σώμα του διασώθηκε από τον Οδυσσέα και τον Αίαντα τον Τελαμόνιο και η Θέτις υποσχέθηκε την πανοπλία του στους πιο γενναίους, γεγονός που έφερε σε ανταγωνισμό τους δύο ήρωες που διέσωσαν το σώμα του. Μετά το θάνατό του, ο Αχιλλέας έγινε ένας από τους κριτές του Κάτω Κόσμου (Άδη) και κατοικούσε στις Νήσους των Μακάρων, μαζί με την Μήδεια ή την Ιφιγένεια.
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter