Ο Παυσανίας (510 π.Χ. — 470 π.Χ.) ήταν Σπαρτιάτης στρατηγός, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο αρχηγός του συνασπισμένου ελληνικού στρατού στη μάχη των Πλαταιών κατά την διάρκεια των Περσικών πολέμων. Η νίκη στη μάχη αυτή, εναντίον των Περσών υπό τον στρατηγό Μαρδόνιο, ήταν ιδιαίτερα σημαντική καθώς εξάλειψε την περσική απειλή στην ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά την επόμενη νίκη των Ελλήνων, στη μάχη της Μυκάλης, ξεκίνησε η ελληνική αντεπίθεση κατά της Περσικής αυτοκρατορίας.
Ο Παυσανίας, ως γιος του αντιβασιλιά Κλεομβρότου, που ήταν αδελφός του διάσημου ήρωα Λεωνίδα, ήταν σε δευτερεύουσα θέση για την διαδοχή στην βασιλική δυναστεία των Αγιαδών, προτεραιότητα είχε ο πρώτος γιος του βασιλιά. Τον Λεωνίδα διαδέχθηκε ο γιος του Πλείσταρχος που ήταν πολύ μικρός, γι΄αυτό την αντιβασιλεία ανέλαβε ο ίδιος Παυσανίας. Ο γιος του Παυσανία ήταν ο μετέπειτα βασιλιάς των Αγιαδών της Σπάρτης, Πλειστοάνακτας, είχε επίσης άλλα δύο παιδιά τον Κλεομένη και την Ναστερία.
Την αρχηγία του στρατού ανέλαβαν ο ίδιος ο Παυσανίας και ο πρώτος ξάδελφος του Ευρυάναξ, γιος του θείου του Δωριέα, και οδήγησε 5.000 Σπαρτιάτες εναντίον των Περσών. Μαζί του ενώθηκαν και οι δυνάμεις των Ελλήνων από την Στερεά Ελλάδα, εξαιρουμένων των Θηβαίων οι οποίοι είχαν «μηδίσει» (συμπαραταχθεί με τους Πέρσες). Οι ελληνικές δυνάμεις απαριθμούσαν 110.000 άντρες συγκεντρωμένοι γύρω από τον Ασωπό ποταμό ενώ απέναντί τους ήταν 300.000 Πέρσες και 50.000 Έλληνες σύμμαχοί τους, με αρχηγό τον Μαρδόνιο.
Μετά από 11 μέρες κατά τις οποίες οι δύο αντίπαλοι δίσταζαν να επιτεθούν ο ένας στον άλλον, ο Μαρδόνιος έκανε πρόταση στην οποία οι Σπαρτιάτες δεν απάντησαν. Τότε ο Μαρδόνιος αποφάσισε να μολύνει τις πηγές του Ασωπού από τις οποίες οι Έλληνες έπαιρναν νερό με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να υποχωρήσουν προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνα από όπου θα υδρεύονταν με ασφάλεια.
Ο Μαρδόνιος θεώρησε ότι οι εχθροί του τράπηκαν σε φυγή και αποφάσισε να επιτεθεί στους Σπαρτιάτες άτακτα. Ο Παυσανίας έστειλε αγγελιοφόρο να ειδοποιήσει τους Αθηναίους να έρθουν να τον βοηθήσουν αλλά, καθώς δεν ήρθε απάντηση, αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει μόνος του με 50.000 Λακεδαιμόνιους και 3.000 Τεγεάτες. Ο Παυσανίας, με πολύ μικρότερες δυνάμεις, συνέτριψε στη μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) τους Πέρσες με τους Έλληνες συμμάχους τους.
Οι ιστορικοί βλέπουν με διαφορετική σκοπιά το αποτέλεσμα της νίκης, άλλοι την χρεώνουν στην στρατηγική προσωπικότητα του Παυσανία, άλλοι στην πειθαρχία και την μαχητικότητα του σπαρτιατικού στρατού. Ο Ηρόδοτος γράφει “ο Παυσανίας, γιος του Κλεόμβροτου και εγγονός του Αναξανδρίδα πέτυχε την πιο ένδοξη νίκη από όλες όσες γνωρίζουμε μέχρι σήμερα”. Μετά τις νίκες στις Πλαταιές και στην Μάχη της Μυκάλης, οι Σπαρτιάτες έχασαν το ενδιαφέρον που είχαν να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις στην Μικρά Ασία. Αυτό επιχείρησαν να κάνουν οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες τους έστειλαν τον Παυσανία να διευθύνει τον στρατό τους.
Η προδοσία
Ο Παυσανίας κατηγορήθηκε αργότερα για συνομωσία με τους Πέρσες και ανακλήθηκε στην Σπάρτη (478 π.Χ.). Ο Θουκυδίδης και ο Πλούταρχος γράφουν ότι οι Αθηναίοι και πολλοί σύμμαχοί τους μισούσαν τον Παυσανία λόγω του αυταρχισμού, του εγωισμού και της μεγάλης εξουσίας του. Αυτό φάνηκε από το ότι στον Τύμβο στις Πλαταιές έγραψε αρχικά μόνο το δικό του όνομα. Μετά τη νίκη του στις Πλαταιές, οι Έφοροι της Σπάρτης του ανέθεσαν να ξεκινήσει με 5 τριήρεις από την Ερμιόνη και να οδηγήσει σε επανάσταση, εναντίον των Περσών, τις ελληνικές πόλεις στην Κύπρο και ύστερα στον Ελλήσποντο.
Στον Ελλήσποντο κατέλαβε την πόλη Βυζάντιο και ελευθέρωσε ευγενείς Πέρσες, τους οποίους απέδωσε πίσω στον Ξέρξη, τον αυτοκράτορα της Περσίας. Αυτή ήταν η πρώτη κατηγορία, αν και ο Παυσανίας ισχυρίστηκε ότι δραπέτευσαν. Μια δεύτερη κατηγορία ήταν πως αλληλογραφούσε με τον απεσταλμένο του Πέρση βασιλιά Ξέρξη Α΄, Γογγύλο, αλληλογραφία η οποία δεν βρέθηκε ούτε αποδείχτηκε ποτέ. Σύμφωνα με αυτήν ο Παυσανίας έγραφε στον Ξέρξη Α΄ ότι θα τον βοηθήσει να κατακτήσει την Ελλάδα και σε αντάλλαγμα θα παντρευτεί την κόρη του, ο Πέρσης βασιλιάς απάντησε θετικά, ο Παυσανίας κατόπιν ασπάστηκε τα περσικά έθιμα και άρχισε να ντύνεται με περσικά ενδύματα.
Ο Παυσανίας επέστρεψε και δικάστηκε στην Σπάρτη αλλά αθωώθηκε επειδή δεν αποδείχτηκε τίποτα. Οι Σπαρτιάτες του απαγόρευσαν ωστόσο να ηγηθεί σε άλλη εκστρατεία μέχρι να αποδειχτεί οριστικά η αθωότητά του. Ο ίδιος έδειξε ξανά ανυπακοή και προχώρησε σε νέα προσωπική εκστρατεία, αναχωρώντας με μια τριήρη από την Ερμιόνη Αργολίδας για τις Κολωνές Τρωάδας (477 π.Χ.) αλλά οι Έφοροι τον ανακάλεσαν ξανά και τον εισήγαγαν σε νέα δίκη.
Αρχικά τον φυλάκισαν αλλά κατόπιν τον απελευθέρωσαν επειδή δεν βρέθηκαν πραγματικές αποδείξεις και χωρίς αυτές δεν μπορούσε να καταδικαστεί σύμφωνα με τους σπαρτιατικούς νόμους ένας νικητής σε πόλεμο ή ένα μέλος των βασιλικών Οίκων. Μερικοί είλωτες πλησίασαν τους Εφόρους και τους δήλωσαν ότι ο Παυσανίας τους δωροδόκησε για να εξεγερθούν και να ανατρέψουν το πολίτευμα, αλλά και πάλι ο λόγος ενός είλωτα είχε μηδαμινή αξία χωρίς αποδείξεις.
Η καταδίκη
Έπειτα ένας άνδρας από την πόλη Άργιλο, κάποτε πολύ πιστός στον Παυσανία, ο οποίος επρόκειτο να φέρει στον Αρτάβαζο Α΄ την τελευταία επιστολή προς τον Πέρση Βασιλέα, κατήγγειλε τον Παυσανία. Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναλύει περισσότερο τα γραπτά του Θουκυδίδη που κατέγραψε πρώτος την ιστορία. Ο Αργίλιος άνοιξε την επιστολή από περιέργεια, επειδή κανένας άλλος απεσταλμένος πριν από αυτόν δεν επέστρεψε ζωντανός. Η επιστολή του Παυσανία στον Ξέρξη Α΄ ζητούσε επιπλέον από τον Πέρση βασιλιά να θανατώσει τον απεσταλμένο, δηλαδή τον ίδιο τον Αργίλιο, όταν φτάσει στα χέρια του.
Ο Αργίλιος αποφάσισε τότε να μην μετέβη στον Πέρση βασιλιά. Αντί για αυτό πήγε στην Σπάρτη και την παρουσίασε στους Εφόρους. Οι Έφοροι ήθελαν πραγματική απόδειξη με ομολογία του ίδιου του Παυσανία για αυτό κατέφυγαν σε τέχνασμα. Μετέφεραν τον Αργίλιο στον Ναό του Ποσειδώνα στο Ταίναρο δήθεν ως ικέτη, οι ίδιοι κρύφτηκαν πίσω από την κρύπτη του ναού για να μην είναι ορατοί και περίμεναν τον Παυσανία. Όταν έφτασε ο Παυσανίας, ο Αργίλιος τον ρώτησε με οργή για τον λόγο που ήθελε να τον θανατώσει μέσω του Ξέρξη ύστερα από τόσες υπηρεσίες που του είχε προσφέρει. Ο Παυσανίας του ζήτησε να τον συγχωρέσει και σε αντάλλαγμα να του δώσει πλούσια δώρα.
Οι Έφοροι άκουσαν μυστικά από την Κρύπτη όλη την συνομιλία και βεβαιώθηκαν για την ενοχή του Παυσανία. Ο Ηρόδοτος γράφει επιπλέον ότι οι Αθηναίοι ήταν έντονα δυσαρεστημένοι με την συμπεριφορά του Παυσανία και ο συνάδελφός του, Θεμιστοκλής τον απέρριψε από την διοίκηση του Ελληνικού στόλου. Ο συγγραφέας Άντριου Ρόμπερτ Μπερν γράφει επίσης ότι οι Σπαρτιάτες επηρεάστηκαν έντονα από την πολιτική του Παυσανία υπέρ των ειλώτων.
Ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πολύαινος ο ρήτορας γράφουν ότι οι Έφοροι καταδίωξαν τον Παυσανία που κατέφυγε ικέτης στον ναό της Αθηνάς Χαλκιοίκου, πολιούχου της Σπάρτης, στον οποίο απαγορεύονταν οι εκτελέσεις. Τότε αποφάσισαν να κλείσουν όλες τις εισόδους με τούβλα και να ρίξουν την σκεπή ώστε να πεθάνει από πείνα και κρύο, η μητέρα του Θεανώ έβαλε τον πρώτο λίθο.
To σώμα του παραδόθηκε στην βασιλική οικογένεια για ταφή αλλά η Πυθία είπε στους Σπαρτιάτες ότι η θεά Αθηνά ήταν εξοργισμένη μαζί τους επειδή παραβίασαν το ιερό της. Οι Έφοροι ανήγειραν τότε δύο αγάλματα του Παυσανία μέσα στον ναό για να την εξευμενίσουν.