Ο αθηναίος πολιτικός Πεισίστρατος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, καταγόταν από τη Βραυρώνα της Αττικής. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ιπποκράτης και η μητέρα του, από το γένος των Νηλειδών της Πύλου, ήταν εξαδέλφη της μητέρας του Σόλωνα. Ο Πεισίστρατος έγινε πολύ δημοφιλής στην Αθήνα όταν το 570 π.X., κατά τον πόλεμο των Αθηναίων με τους Μεγαρείς, κατέλαβε τη Νισαία, το λιμάνι των Μεγάρων.
Δεινός ρήτορας ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύθηκε την πολιτική και κοινωνική αστάθεια της Αθήνας μετά τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα και συσπείρωσε γύρω του τα δυσαρεστημένα τμήματα του πληθυσμού, όπως τους μικροκτηματίες των άγονων ορεινών περιοχών και τους ακτήμονες, γι’ αυτό και η παράταξή του ονομάστηκε των Διακρίων (ή Υπερακρίων ή Επακρίων). Ως τότε στην Αττική κυριαρχούσαν δύο παρατάξεις, των Πεδιακών, που εκπροσωπούσε τους πλούσιους γαιοκτήμονες με αρχηγό τον Λυκούργο, και των Παραλίων, με οπαδούς τους πολίτες μεσαίων εισοδημάτων και με αρχηγό τον Μεγακλή, ο οποίος έκλινε περισσότερο προς τη συνέχιση της μετριοπαθούς πολιτικής του Σόλωνα.
Τεχνάσματα για την εξουσία
Επινοητικός και εξαιρετικά φιλόδοξος ο Πεισίστρατος επιχείρησε τρεις φορές να γίνει τύραννος της Αθήνας. Οι δύο πρώτες τυραννίδες του ήταν βραχύβιες αλλά με την τρίτη ο Πεισίστρατος παρέμεινε στην εξουσία ως τον θάνατό του.
Στην πρώτη του απόπειρα να κατακτήσει την εξουσία ο Πεισίστρατος σκαρφίστηκε το εξής τέχνασμα: αφού τραυματίστηκε μόνος του, εμφανίστηκε στην Αγορά καταματωμένος και άρχισε να διηγείται το πώς, ενώ αυτός υπερασπιζόταν τα δίκαια των αδυνάτων, οι αντίπαλοί του τού επιτέθηκαν και λίγο έλειψε να τον σκοτώσουν. Οι Αθηναίοι τον πίστεψαν και, για να τον προστατέψουν από τους εχθρούς του, του έδωσαν προσωπική φρουρά 50 κορυνηφόρους (άνδρες οπλισμένους με ρόπαλα).
Με «μαγιά» την προσωπική του φρουρά ο Πεισίστρατος, το 560 π.X., συγκέντρωσε και άλλους μισθοφόρους και κατέλαβε την Ακρόπολη και την εξουσία. Οχι όμως για πολύ. Ο Μεγακλής και ο Λυκούργος ξέχασαν τις διαφορές τους, συμμάχησαν εναντίον του και ενωμένοι κατάφεραν να πάρουν την εξουσία από τα χέρια του Πεισίστρατου και να τον εξορίσουν.
Μόλις ο Πεισίστρατος έφυγε από τη μέση, ο Μεγακλής και ο Λυκούργος άρχισαν πάλι τη διαμάχη. Ο πανέξυπνος Πεισίστρατος, εκμεταλλευόμενος την περίσταση, πήρε με το μέρος του τον μετριόφρονα Μεγακλή ο οποίος μάλιστα του έδωσε για σύζυγο την κόρη του. Αυτή ήταν η τρίτη σύζυγος του Πεισίστρατου. H πρώτη ήταν Αθηναία, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Ιππία και τον Ιππαρχο. H δεύτερη ήταν Αργεία, μητέρα του Ηγησίστρατου.
Για να μπορέσει ο Πεισίστρατος να εγκαταστήσει τη νέα τυραννίδα του επινόησε άλλο τέχνασμα. Εβαλε πάνω σε άρμα μια νεαρή γυναίκα ντυμένη με πανοπλία και περικεφαλαία και εν πομπή την έφερε από την Παιανία στην Ακρόπολη διαδίδοντας ότι ήρθε η ίδια η Αθηνά για να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Ο λαός της Αθήνας εντυπωσιάστηκε και ο Πεισίστρατος ξανάγινε τύραννος το 558 π.X. Αλλά και πάλι για λίγο.
Φαίνεται ότι ο κυριότερος λόγος που απέτυχε και σε αυτή του την προσπάθεια ήταν ότι μόλις εξασφάλισε την τυραννίδα, διατυμπάνισε ότι ο γάμος του με την κόρη του Μεγακλή ήταν τυπικός γιατί αυτός δεν σκόπευε να ενώσει το αίμα του με το αίμα των Αλκμεωνιδών, δηλαδή της οικογένειας του Μεγακλή. Βαθιά προσβεβλημένος ο Μεγακλής συμμάχησε εκ νέου με τον Λυκούργο και οι δυο τους ενωμένοι κατόρθωσαν, το 556 π.X., να διώξουν τον Πεισίστρατο από την Αθήνα, στερώντας του τα πολιτικά του δικαιώματα και δημεύοντας την περιουσία του.
Επιτέλους τύραννος
Ο Πεισίστρατος τότε έφυγε και πήγε αρχικά στην Εύβοια και μετά στη Μακεδονία όπου στο Παγγαίο όρος απέκτησε τον έλεγχο ορυχείων χρυσού και αργύρου και πλούτισε. Ετσι μπορούσε πλέον να συντηρεί έναν αρκετά μεγάλο στρατό μισθοφόρων. Επιπλέον ζήτησε βοήθεια από τους αριστοκράτες φίλους του από τη Θήβα, τη Θεσσαλία, την Ερέτρια και κυρίως από τη Νάξο όπου ο Λύγδαμης, ο μετέπειτα τύραννος του νησιού, πρόσφερε στον Πεισίστρατο και στρατό και χρήμα. Επίσης ο γιος του Ηγησίστρατος στρατολόγησε από τη γενέτειρα της μητέρας του γύρω στους 1.000 αργείους εθελοντές.
Τον στρατό του ο Πεισίστρατος τον συγκέντρωσε στην Ερέτρια και από εκεί έπλευσε στον Μαραθώνα απ’ όπου εκστράτευσε εναντίον της Αθήνας. Ο στρατός του Λυκούργου και του Μεγακλή τον περίμενε στην Παλλήνη. Εκεί όμως ο Πεισίστρατος, πάλι με τέχνασμα, νίκησε τους αντιπάλους του κατά κράτος. Επιτέθηκε το καταμεσήμερο, την ώρα όπου οι Αθηναίοι λαγοκοιμούνταν αποκαμωμένοι από τη ζέστη. Ετσι ο Πεισίστρατος μπήκε θριαμβευτής στην Αθήνα το 546 π.X., ένδεκα χρόνια αφότου τον είχαν διώξει ως προδότη, και επέβαλε την τρίτη τυραννίδα του την οποία διατήρησε ισοβίως.
Φιλαγροτική πολιτική
Μολονότι ο Πεισίστρατος κατέκτησε την Αθήνα με ξένο στρατό, δεν κατέλυσε τους ισχύοντες θεσμούς. Αντίθετα σεβάστηκε τους νόμους του Σόλωνα παρ’ ότι εκείνος στην πρώτη τυραννίδα του Πεισίστρατου είχε κάνει το παν για να μπορέσει να τον διώξει από την εξουσία. Φυσικά ο Πεισίστρατος είχε τον έλεγχο των πάντων. Διατήρησε τον υπάρχοντα διοικητικό μηχανισμό της Αθήνας αλλά φρόντισε να τοποθετήσει σε όλες τις θέσεις-κλειδιά συγγενείς του ή ανθρώπους της απόλυτης εμπιστοσύνης του.
Επίσης κατάφερε με ειρηνικά μέσα να αφοπλίσει τους Αθηναίους πείθοντάς τους ότι θα τους προστάτευε με στρατό που θα τον πλήρωνε από τα δημόσια έσοδα, και έστρεψε τα ενδιαφέροντά τους σε παραγωγικότερες ασχολίες αντί του πολέμου. Για να διασφαλίσει το καθεστώς του από τους αντιφρονούντες ο Πεισίστρατος πήρε ομήρους μερικούς νέους από αριστοκρατικές οικογένειες και τους έστειλε στη Νάξο, στον Λύγδαμη, τον οποίο βοήθησε να γίνει τύραννος του νησιού. Επίσης εξόρισε όλους εκείνους που αρνήθηκαν να συμβιβαστούν, όπως τους Αλκμεωνίδες.
Ως πρώην αρχηγός των Διακρίων ο Πεισίστρατος κράτησε τις υποσχέσεις που έδινε κάποτε στους οπαδούς του: τα κτήματα που δήμευσε από τους εξόριστους Παραλίους και Πεδιακούς τα μοίρασε στους ακτήμονες και έκανε αναδασμό της γης, κάτι που δεν είχε τολμήσει να κάνει ο Σόλων. Επιπλέον έδωσε στους αγρότες χαμηλότοκα δάνεια ώστε τους μήνες όπου περίμεναν να συλλέξουν τη σοδειά τους να μην αναγκάζονται να μπαίνουν στην πόλη αναζητώντας δουλειά. Θέσπισε επίσης κινητά δικαστήρια τα οποία περιόδευαν στην ύπαιθρο για την επίλυση των διαφορών. Με τον τρόπο αυτό ο Πεισίστρατος περιόρισε την αστυφιλία και αύξησε την αγροτική παραγωγή.
Ανταποδοτική φορολογία
Ο Πεισίστρατος ενθάρρυνε και τη βιοτεχνία και το εμπόριο και επέβαλε τη φορολογία της δεκάτης (10% επί του εισοδήματος). Με τα χρήματα που εισέπραττε από τους φόρους κατασκεύασε δρόμους και πολλά άλλα δημόσια έργα, μνημεία και ναούς που ομόρφυναν την Αττική αλλά ταυτόχρονα πρόσφεραν δουλειά στον αστικό πληθυσμό. Μερικά από τα διασημότερα έργα της εποχής του Πεισίστρατου ήταν το υδραγωγείο, η Εννεάκρουνος ή Καλλιρρόη, το Εκατόμπεδον στην Ακρόπολη προς τιμήν της Αθηνάς, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε ο Παρθενώνας, και ο ναός του Ολυμπίου Διός, ο οποίος τελικά ολοκληρώθηκε αιώνες αργότερα από τον ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Μεγάλος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών υπήρξε επίσης ο Πεισίστρατος. Στην εποχή του καταγράφηκαν για πρώτη φορά τα Ομηρικά Επη και στην πλουσιοτάτη βιβλιοθήκη του είχαν πρόσβαση όλοι οι πολίτες. H αττική αγγειοπλαστική επί των ημερών του γνώρισε μεγάλη άνθηση.
Στο πλαίσιο της φιλολαϊκής πολιτικής του ο Πεισίστρατος αναδιοργάνωσε και αναβάθμισε τις κυριότερες εορτές της Αθήνας, όπως τα Διονύσια και τα Παναθήναια που τόνιζαν την ενότητα του λαού. Εκτός από τις πομπές και τις τελετουργίες εντάχθηκαν στις εορτές και αθλητικοί, μουσικοί και ποιητικοί αγώνες. Υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι ο Θέσπις, ο προπάτορας του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αναδείχτηκε νικητής στον ποιητικό αγώνα των Μεγάλων Διονυσίων επί Πεισιστράτου, το 535 ή το 533 π.X.
Ειρηνική τυραννίδα
Στα 20 σχεδόν χρόνια της τρίτης τυραννίδας του Πεισίστρατου η Αττική δεν ενεπλάκη σε πόλεμο. Οι σχέσεις του Πεισίστρατου με τους επικίνδυνους γείτονες, κυρίως τη Μεγαρίδα την οποία είχε κατατροπώσει παλαιότερα με νικηφόρο πόλεμο, υπήρξαν άριστες. Το ίδιο και με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες η τυραννίδα του Πεισίστρατου ήταν μάλλον ήπια, σχεδόν «δημοκρατική».
Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου τον διαδέχθηκαν οι γιοι του Ιππίας και Ιππαρχος, οι οποίοι και υπήρξαν οι τελευταίοι τύραννοι της Αθήνας. Το τυραννικό πολίτευμα της Αθήνας καταλύθηκε το 510 π.X.
κείμενα Ιωάννα Ζούλα