Δε χρειάζεται να επικαλεστούμε κάποια έρευνα που να το πιστοποιεί: το νο1 πρόβλημα στην καθημερινή ζωή της αθηναϊκής μητρόπολης είναι ο δημόσιος χώρος.
Το πρόβλημα δεν αφορά αποκλειστικά τις πλατείες και το εγκληματικά χαμηλό ποσοστό πρασίνου που αναλογεί σε κάθε κάτοικο. Αφορά τα ελλιπή, στενά και κατά βάση απροσπέλαστα απ’ τα εμπόδια πεζοδρόμια, αφορά τους στενούς δρόμους που επιλέχθηκαν αντί των μεγάλων οικοδομικών τετραγώνων (όπως π.χ. είναι τα superblocks στη Βαρκελώνη), αφορά την κυριαρχία της αυτοκίνησης, τα προβλήματα των ΜΜΜ, αλλά κυρίως η γενικότερη νοοτροπία με την οποία οικοδομήθηκε η πρωτεύουσα τα σύγχρονα χρόνια.
Όταν δηλαδή κλήθηκε να διαχειριστεί το στεγαστικό αίτημα από τη δεκαετία του 1920 κι έπειτα, πρώτα με τους πρόσφυγες και έπειτα με την αστυφιλία, και χωρίς κάποια ιδιαίτερη σκέψη ή σχεδιασμό επέλεξε να απλωθεί άναρχα και ανεξέλεγκτα προς πάσα κατεύθυνση. Μέχρι που τα κτίρια σκαρφάλωσαν στους πρόποδες των βουνών της Αττικής και το μπετόν κατέλαβε κάθε σπιθαμή γης. Εντωμεταξύ, για το μεγαλύτερο διάστημα αυτού του αιώνα οικοδόμησης, οι Αθηναίοι απέφευγαν (και αποφεύγουν) τα ψηλά κτίρια και τους ουρανοξύστες όπως ο διάολος το λιβάνι.
Γιατί άραγε;
Δεν είναι μόνο η απελευθέρωση δημόσιου χώρου που προσφέρει η δόμηση καθ’ ύψος. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χωροθέτηση και η κατασκευή ενός ψηλού κτιρίου σημαίνει πυκνότητα χρήσεων», είχε επισημάνει πιο παλιά σε διαδικτυακή συζήτηση με τον αρχιτέκτονα Γιάννη Σχίζα ο Αλέξιος Βανδώρος, αρχιτέκτονας μηχανικός και ενδελεχής μελετητής του ζητήματος των ψηλών κτιρίων στη χώρα, με εμπλοκή στο Σχέδιο Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΑ) του Ελληνικού.
«Αυτό σημαίνει ότι απαντά σε ένα μεγάλο πρόβλημα του κόσμου στις πόλεις που δεν είναι άλλο από τις μετακινήσεις και το χάσιμο χρόνου στην κίνηση». Ένας ουρανοξύστης θα μπορούσε να καλύψει συνδυαστικές ανάγκες των πολιτών.
Αλλά πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις η σύγχρονη αυτή πρακτική οικοδόμησης δεν εξετάστηκε.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα που εμφανίστηκε το μπετόν ως κυρίαρχο υλικό οικοδομικής κατασκευής στην πόλη της Αθήνας, το ύψος τρόμαζε. Ενστάσεις έχουν καταγραφεί, συγκεκριμένα, από τη δεκαετία του 1850 με την ανέγερση του πολυώροφου μεγάρου Γιάνναρου στην πλατεία Συντάγματος. «Διεταράχθη αποτόμως η έως τότε ήρεμος όψις της πλατείας του Συντάγματος», είχε γράψει χαρακτηριστικά ο μελετητής Μπίρης.
Η ανέγερση είχε επιτραπεί νομικά με την αύξηση του ανώτατου ορίου δόμησης, τότε, στα 22 μέτρα, το οποίο λίγο αργότερα έφτασε τα 26 μέτρα, αργότερα τα 35 κι έπειτα επέστρεψε για να παγιωθεί μέχρι σήμερα και πάλι στα 26.
Το μοναδικό παράθυρο στους συντελεστές δόμησης άνοιξε επί Χούντας με το «σύνταγμα» του Παπαδόπουλου το 1968. Με τον περίφημο αναπτυξιακό νόμο 395/68 «περί του ύψους των οικοδομών και του συστήματος της ελευθέρας δομήσεως» καταργήθηκαν οι πρότερες δεσμεύσεις και έτσι για μερικά χρόνια η Αθήνα μπορούσε να ψηλώσει όσο ήθελε. Αυτό το διάστημα προέκυψαν τα πιο πολλά διάσημα ψηλά τοπόσημα – ο Πύργος Αθηνών στους Αμπελόκηπους, το συγκρότημα «Δίφρος» στο Χαλάνδρι και άλλα.
Ήταν η περίοδος που στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ζούσαν το τρίτο κύμα ουρανοξυστών. Στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και την Πενσιλβανία, εμφανίζονταν σύγχρονα μεγαθήρια από γυαλί, αλουμίνιο και άλλα μέταλλα, φιλοξενώντας πολλές και διαφορετικές χρήσεις στους ορόφους τους. Το ίδιο κατασκευαστικό μοντέλο υιοθετήθηκε και στα αθηναϊκά εδάφη, αλλά σημειολογικά τα κτίρια αυτά συνδέθηκαν με τη μεγαλομανία της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και τα φαραωνικά οράματα, με αποτέλεσμα να κολλήσουν τελικά παραπάνω ρετσινιά, απ’ όση είχαν.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τα οικοδομικά μεγαθήρια δαιμονοποιούνται στην κοινή γνώμη. Ευθύνεται και το γεγονός ότι στα σχέδια αστικών αναπλάσεων των τοπικών αρχών που εξαγγέλλονται εκείνα τα χρόνια, οι ουρανοξύστες χωροθετούνται σε σημεία πρασίνου.
«Αυτοί οι ουρανοξύστες μπορεί να λανσάρονται σαν κατοικίες πολυτελείας αλλά θα έχουν σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα τη δημιουργία χειρότερων συνθηκών ζωής και κυκλοφορίας», είχε γράψει φύλλο του Ριζοσπάστη το 1978. Σε αυτή τη διαμάχη, οι ουρανοξύστες αναγνωρίζονται ως απειλή για τους ελεύθερους χώρους και θεωρείται ότι θα επιφέρουν «δυσμενείς πολεοδομικές και κοινωνικές επιπτώσεις στους κατοίκους», ενώ πολεοδομικά θα μπορούσαν να πετύχουν το ακριβώς ανάποδο.
Αλλά δεν είναι μόνο η ρετσινιά της Δικτατορίας. Ήταν φυσικά και ο φόβος του σεισμού, με τη λαθεμένη αντίληψη ότι τόσο ψηλά κτίρια κινδυνεύουν να πέσουν σαν στοίβες με τραπουλόχαρτα – σεισμοί όπως εκείνος του 1999 απέδειξαν το ανάποδο, ότι οι ουρανοξύστες απορροφούν τους τρανταγμούς μέσω ταλάντωσης και είναι τελικά πιο ασφαλείς. Όπως και μια βαθιά ριζωμένη προκατάληψη, με ιδεολογικές προεκτάσεις.
Ανέκαθεν, υπήρχε άρνηση για τα ψηλά κτίρια στην Αθήνα, λόγω της Ακρόπολης. Η ιδέα του «καθαρού» αττικού τοπίου με το αρχαίο κόσμημα στην κορυφή πάει πίσω στον 18ο-19ο αιώνα και τις αφηγήσεις των περιηγητών.
Όσο και αν άλλαξε η πρωτεύουσα στο ενδιάμεσο αυτών των αιώνων και το τοπίο τελικά αλλοτριώθηκε από την εκτεταμένη δόμηση, το άγχος να μη διαταραχθεί η υπεροχή του μνημείου, και κατά συνέπεια η ταυτότητα της Αθήνας καθόρισε ιδεολογικά και πρακτικά τους γενικούς όρους δόμησης – ακόμη και στα προάστια όπου καμία γεωγραφική σύνδεση δεν υπάρχει με το μνημείο.
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news . Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter