Ο μύθος είναι από τους ωραιότερους της ελληνικής μυθολογίας. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία ο Φιλοκτήτης, γιος του βοσκού Ποίαντος και της Δημωνάσσας, κατά άλλους, Μεθώνης, ήταν βασιλιάς των πόλεων Μελιβοίας, Ολιζώνας, Μεθώνης και Θαυμακίας, ονομαστός για την τοξευτική του δεινότητα. και η τύχη του ορίζεται πρώτα πρώτα από τη συνάντησή του με τον ημίθεο Ηρακλή. Αυτός είναι που θα οδηγήσει τους Έλληνες στη νικηφόρα έκβαση του 10ετούς πολέμου…
Ο Φιλοκτήτης έτυχε να περνά από την Οίτη όταν ο Ηρακλής, μη αντέχοντας τον πόνο, εξαιτίας του δηλητηριασμένου, από αίμα κενταύρου, χιτώνα, που του έδωσε να φορέσει η Δηιάνειρα, ζητούσε από το γιο του Ύλλο να ανάψει την πυρά για να τον κάψει και να λυτρωθεί, αλλά εκείνος δίσταζε. Κανείς από όσους βρίσκονται εκεί δεν τολμάει να το κάνει. Μόνον ο Φιλοκτήτης. Γι’ αυτό και ο ήρωας του έδωσε ως αντάλλαγμα το τόξο του και τα δηλητηριασμένα βέλη του.
Όταν οι Δωριείς αποφάσισαν να αποπλεύσουν για την Τροία, ο Φιλοκτήτης, κάτοχος του τόξου του Ηρακλή, εκστράτευσε μαζί με τους άλλους Έλληνες, επικεφαλής επτά πλοίων με Θεσσαλούς πολεμιστές, στο καθένα από τα οποία επέβαιναν 50 κωπηλάτες και έμπειροι τοξότες.
Μία εκδοχή του μύθου λέει ότι, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τον ερωτεύεται η Θεά Χρυσή. Εκείνος, όμως, αρνείται τον έρωτα της, αφού η μοίρα τον στέλνει στην Τροία. Η Θεά θυμωμένη και αποφασισμένη να εκδικηθεί, στέλνει το ιερό της φίδι που τον δαγκώνει στο πόδι. Η πληγή του, όμως, κακοφόρμισε και ανέδιδε τόση δυσοσμία, που δεν ήταν δυνατόν για κανέναν να την ανεχτεί. Με προτροπή του Οδυσσέα, οι Έλληνες αρχηγοί αποφασίζουν, ενώ εκείνος κοιμόταν, να τον βγάλουν στη Λήμνο και να τον εγκαταλείψουν εκεί.
Μια δεύτερη εκδοχή του μύθου αναφέρει ότι, ενώ ο στόλος των Ελλήνων έπλεε για την Τροία ο Φιλοκτήτης ανέλαβε να τους οδηγήσει στο νησί της θεάς Χρύσης, τη Λήμνο, που μόνο εκείνος γνώριζε πού βρισκόταν, για να πραγματοποιήσουν εκεί θυσία στο όνομα της θεάς, όπως πρόσταζε σχετικός χρησμός. Εκεί ο Φιλοκτήτης, σπρωγμένος από την Ήρα, που ήθελε να τον εκδικηθεί, γιατί είχε βοηθήσει τον Ηρακλή, νόθο γιο του συζύγου της Δία, πλησίασε τόσο κοντά στον ιερό χώρο που του επιτέθηκε μια Ύδρα, φύλακας του ιερού.
Το φοβερό δηλητηριώδες ερπετό τον δάγκωσε στο πόδι. Η αθεράπευτη πληγή ανέδυε φοβερή δυσωδία, προκαλώντας του αφόρητους πόνους, ενώ οι κραυγές του τάραζαν τόσο τον στρατό, που οι σύντροφοί του δε δίστασαν, με την προτροπή του Οδυσσέα και των Ατρειδών να τον εγκαταλείψουν στο νησί. Δέκα ολόκληρα χρόνια, όσο κράτησε ο Τρωικός πόλεμος, ο Φιλοκτήτης παρέμεινε στη Λήμνο, μόνος κι έρημος, υπομένοντας την άθλια ζωή στην οποία τον είχε καταδικάσει η μοίρα, με την πληγή πάντα να τον βασανίζει. Θα ερχόταν, όμως, η μέρα που οι Έλληνες θα θυμούνταν τον Φιλοκτήτη.
Πράγματι, δίνεται χρησμός πως το Ίλιον δεν θα πέσει, αν δεν βοηθήσει το ανίκητο τόξο του Ηρακλή, το οποίο ο ημίθεος πεθαίνοντας είχε χαρίσει στον Φιλοκτήτη – τον μόνο άνθρωπο που διέθετε τέχνη και δύναμη αρκετή να το τανύσει – και αν ο Νεοπτόλεμος, γιος του Αχιλλέα, έρθει από τη Σκύρο και φορέσει τη σφυρηλατημένη από τον Ήφαιστο πανοπλία του πατέρα του. Αφού πρώτα ο Οδυσσέας φέρνει το Νεοπτόλεμο στην Τροία, μαζί αναχωρούν για τη Λήμνο για να φέρουν τον πληγωμένο Φιλοκτήτη με το ηράκλειο τόξο και τα βέλη του. Εκείνος, όμως, αρνείται να τα δώσει, αφού δεν θέλει να συμφιλιωθεί με τους ανθρώπους που άλλοτε του έδειξαν τόση σκληρότητα.
Η παρέμβαση όμως του θεοποιημένου Ηρακλή θα πείσει το Φιλοκτήτη και θα οδηγήσει τους Έλληνες στη νικηφόρα έκβαση του 10ετούς πολέμου..Έτσι, ο Φιλοκτήτης επανέρχεται στο προσκήνιο του μύθου. Αφήνοντας πίσω του τον θυμό και την πίκρα από την εγκατάλειψή του στη Λήμνο και ξεχνώντας αυτά που είχε υποφέρει επί εννέα ολόκληρα χρόνια για την άρνηση ενός έρωτα, ξαναβρίσκεται να πολεμά στο πλευρό των Ελλήνων κάτω από τα τείχη της Τροίας. Κατορθώνει μάλιστα να γίνει ήρωας, όταν σκοτώνει τον Πάρη, κύριο υπεύθυνο για την φυγή της ωραίας Ελένης από την Ελλάδα, παίρνοντας εκδίκηση για την ατιμία που είχε συντελεστεί σε βάρος των Ελλήνων.
Ο Φιλοκτήτης ενέπνευσε τον Σοφοκλή να γράψει την ομώνυμη τραγωδία που αποτελείται από 1.471 στίχους, με κεντρικό πρόσωπο τον ομώνυμο ομηρικό ήρωα. Το έργο πραγματεύεται το θέμα της σύγκρουσης του συναισθήματος του πατριωτισμού με τον ανθρωπισμό. Παρουσιάστηκε στα Διονύσια το 409 π.Χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο. Απόσπασμα του θρήνου της εγκάταλειψης από τους συμπολεμιστές του ακολουθεί:
“Λέει ο Οδυσσέας:
Ξέρω καλά, παιδί μου, πως είσαι έτσι πλασμένος από τη φύση σου, που ούτε θές να λες ούτε να κάνεις ατιμίες, αλλά πρέπει να τολμήσεις. Γιατί θα είναι πολύ γλυκό το αντίτιμο της Νίκης.
Πούλα μου για την ώρα για λίγο την ψυχή σου (κι άμα τα καταφέρεις), θα κερδίσεις και μεγαλείο και πολλές τιμές απ’ όλους.
Και παρακάτω:
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ:Μα πάλι, δεν είν’ αισχρό το αδιάντροπο το ψέμα;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ:Όχι, αν με το ψέμα μπορείς να φτάσεις στο σκοπό σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ:Και με τι μούτρα να το τολμήσει αυτό κανείς;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ:Όμως για τέτοιο κέρδος, πρέπει να είσαι αδίστακτος.
και η σπαρακτική περιγραφή του δράματος του Φιλοκτήτη:
” Αχ, ο θεόπικρος εγώ, ο πολυβασανισμένος, ούτε είδηση δεν πήρε ο κόσμος κι η Ελλάδα πως λιώνω εδώ στην εξορία!
Κι αυτοί που με παραπέταξαν κρυφογελούνε κι εμένα η αρρώστια όλο και πάει προς στο χειρότερο και με λιώνει. Παιδί μου, γιε του Αχιλλέα, εγώ είμ’ αυτός – κι αυτό θα το ‘χεις ακουστά -που κρατάει στα χέρια του τα όπλα του Ηρακλή, ο γιός του Ποίαντα, ο Φιλοκτήτης, που οι δυό αρχιστράτηγοι κι ο βασιλιάς των Κεφαλλήνων αδιάντροπα μ’ εγκαταλείψαν εδώ να με ρημάζει η αρρώστια από την άγια της οχιάς δαγκωματιά, με το ποδάρι τούμπανο, κι έφυγαν απ’ το νησί της Χρύσας με το στόλο.
Σαν είδαν πως με νάρκωσε το κύμα, ξένοιασαν, και μ’ αφήσαν κοιμισμένον σε τούτη δω την κώχη και λακίσαν αφού μου πέταξαν λίγα κουρέλια και για παρηγοριά, ξερό ψωμί, τον άμοιρο, που μακάρι η ίδια μοίρα να τους βρει. Τώρα καταλαβαίνεις τι ένιωσα, παιδί μου σαν ξύπνησα απ’ το λήθαργο και δεν τους είδα. Τι πίκρα, τι δάκρυα έχυσα και τι βαριές κατάρες βγήκαν απ’ το στόμα μου. Φώναζα. Να βλέπω τα πλοία μου και το στόλο να ξεμακραίνουν, να μη βλέπω άνθρωπο κοντά να με γιατρέψει. Σαν το συλλογιζόμουνα, παιδί μου, μ’ έπιανε θλίψη, μ’ έπαιρνε το παράπονο, πολύ πικρό παράπονο! Κι οι πονεμένες μέρες του δόλιου εμένα, μου βαριά κυλούσαν, στην έρημη σπηλιά.
Και για προσφάι είχα πετροπερίστερα που κάρφωνα με τη σαΐτα. Έσερνα το σάπιο μου ποδάρι κι ολόκληρος σα φίδι τανυζόμουνα για να φτάσω τα λαβωμένα αγριοπούλια. Ακόμα και για το νερό στα τέσσερα σερνόμουν και μεσ’ στο καταχείμωνο, μέσα στους πάγους να σπάσω κάνα ξύλο για φωτιά, ο κακομοίρης. Τρίβοντας τις πέτρες έσκαγε η φωτιά για το προσάναμμα. Ψευτοβολεύτηκα στη ζέστα της σπηλιάς, υπόφερα το κρύο, μα ο πόνος μου ήταν ανυπόφορος. Τώρα είναι καιρός να μάθεις και για το νησί.
Κανένας ναυτικός δεν αποκότησε ν’ αράξει εδώ. Ούτε λιμάνι, ούτ’ εμπόριο, ούτε φιλοξενία υπάρχουν. ʼνθρωποι μυαλωμένοι δεν το πλησιάζουν, εκτός αν ξεπέσουν. Γιατί μεσ’ στη μακρόσυρτη ζωή πολλά συμβαίνουν. Αν άτυχος καραβοκύρης ξεστρατήσει προς τα εδώ, με σπλαχνίζεται και δίνει κάνα ρούχο ή ψωμί. Όμως, σαν τους παρακαλέσω να με πάρουν στην πατρίδα, μου τ’ αρνιούνται.
Κι έτσι ο ταλαίπωρος χάνομαι δέκα χρόνια τώρα, μέσα στην πείνα, το μαράζι και στον πόνο της πληγής μου. Αυτά μου κάναν οι Ατρείδες και του η πέτρινη καρδιά Οδυσσέα. Που να τους δώσουν οι Ολύμπιοι θεοί την ίδια τύχη με τα δικά μου πάθη!”