Η νύχτα έχει τους δικούς της κανόνες. Έχει τους δικούς της νόμους. Τους δικούς της «Αγίους». Έχει και τους δικούς της «Δαίμονες». Περισσότερους «δαίμονες» παρά «Αγίους». Γι’ αυτό και τη νύχτα πρέπει να είσαι προσεκτικός. Σε αντίθεση με τη μέρα, η νύχτα δε «σηκώνει» μαγκιές. Αν νιώσεις πως «δεν το έχεις», πρέπει να κάνεις πίσω. Αν δεν κάνεις μπορεί να βρεθείς αντιμέτωπος με ανθρώπους σαν τον Γιάννη Γκουλιόβα.
Δε σας λέει κάτι το όνομα; Λογικό. Το όνομα δε σας λέει. Το παρατσούκλι, ωστόσο, είναι δεδομένο πως κάτι σας λέει. Και κυρίως, φαντάζομαι, θα σας φέρνει στο μυαλό μια συγκεκριμένη μελωδία. Το παρατσούκλι, λοιπόν, του Γιάννη Γκουλιόβα ήταν ο «Σαλονικιός».
Ναι! Ο «Σαλονικιός» υπήρξε. Δεν ήταν ένα φανταστικό πρόσωπο για το οποίο τραγούδησε ο αξέχαστος Στράτος Διονυσίου.
«Άιντε, κάντε όλοι στην μπάντα, να βγει να χορέψει, ο Σαλονικιός»
Ο Γιάννης Γκουλιόβας γεννήθηκε στο Κολλινδρό Πιερίας. Τα γράμματα δεν τα… «έπαιρνε», κάποια τέχνη δεν έμαθε, του άρεσε το εύκολο χρήμα και κάπως έτσι η πορεία του χαράχτηκε από πολύ νωρίς. Πριν ακόμα ενηλικιωθεί συλλαμβάνεται για πρώτη φορά για κλοπή μοτοσικλέτας. Από εκεί και πέρα αναμορφωτήρια και φυλακές έγιναν το δεύτερο σπίτι του. Όπως συνηθίζεται όταν κάποιος δε βρεθεί πίσω από τα κάγκελα ώστε να επιστρέψει γρήγορα στο κοινωνικό σύνολο, «μπαίνει μαθητούδι και βγαίνει.
Από το 1965 και μετά η φήμη του Γκουλιόβα αρχίζει να λαμβάνει διαστάσεις «θρύλου». Λημέρι του πλέον έχει γίνει η Θεσσαλονίκη και έτσι αποκτά και το προσωνύμιο του. Ο «Σαλονικιός» είναι ο πλέον γνωστός νταής της πόλης. Νταβατζής, σκληρός και άκρως επικίνδυνος δε διστάζει να τραβήξει πιστόλι ή να βγάλει μαχαίρι δια ασήμαντον αφορμή ή ακόμα και για επίδειξη δύναμης, χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι.
Μπαίνει στα νυχτερινά κέντρα της πόλης και αφήνει το όπλο του πάνω στο τραπέζι, προκειμένου να στέλνει μήνυμα σε όσους (με άγνοια κινδύνου) ήθελαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του. Η αστυνομία βρίσκεται διαρκώς στο κατόπι του και δεν τον αφήνει ήσυχο, παρά το γεγονός πως αυτός δε δείχνει να ενοχλείται. Το να μπαινοβγαίνει στις φυλακές δεν είναι κάτι που τον ενοχλεί.
Πιθανότατα το έβλεπε και σαν ευκαιρία για νέες γνωριμίες ή… ξεκούραση. Στον «Σαλονικιό» άρεσε να επαναλαμβάνει τη φράση που είχε πει ο αναρχικός Κλεμάν Ντυβάλ στο δικαστήριο που παρουσιάστηκε ύστερα από κλοπή και επίθεση κατά των αστυνομικών: «Ο αστυφύλακας με συνέλαβε εν ονόματι του νόμου. Κι εγώ τον χτύπησα εν ονόματι της ελευθερίας».
Το ποινικό του μητρώο περιελάβανε κάτι περισσότερο από τον… μισό ποινικό κώδικα! Παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία, μαστροπεία, εκβιασμοί, κλοπές, ληστείες, φθορά ξένης περιουσίας, απλές και επικίνδυνες σωματικές βλάβες, αντίσταση κατά της αρχής και η λίστα τελειωμό δεν έχει.
Όσο ο «Σαλονικιός» αύξανε την δράση του, τόσο μεγάλωνε η φήμη του, τόσο πιο αδίστακτος και «αχόρταγος» γινόταν. Κυκλοφορούσε με πολυτελή αυτοκίνητα, έπαιζε μεγάλα ποσά στον ιππόδρομο και σύχναζε σε παράνομες χαρτοπαικτικές λέσχες προκειμένου να παίζει την αγαπημένη του πόκα.
Όσοι ξέρουν έλεγαν πως ο Γκουλιόβας εμφανιζόταν σε αυτά τα μέρη με δυο νεαρές πόρνες από τις οποίες έπαιρνε τις εισπράξεις της βραδιάς και στη συνέχεια τις ανάγκαζε να μένουν δίπλα του και να τον φροντίζουν. Όταν δε γινόταν αυτό, δε δίσταζε να τις χτυπά ακόμα και δημόσια. Από ένα σημείο και έπειτα ο «Σαλονικιός» άρχισε να φυλάγεται καλύτερα από τους αστυνομικούς οι οποίοι τον καταδίωκαν διαρκώς διότι σε βάρος εκκρεμούσαν μια… στοίβα εντάλματα σύλληψης καθώς ολοένα και πλήθαιναν όσοι έσπευσαν στις αρχές προκειμένου να καταγγείλουν (ανώνυμα τις περισσότερες φορές) την εγκληματική του δράση.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν και η γνωστή τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλανς (κατά κόσμον, Αγγελική Μούτση) η οποία ένα βράδυ, τρομοκρατημένη κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα και ζήτησε από τον αξιωματικό υπηρεσίας να της επιτρέψει να κοιμηθεί εκεί γιατί κάποιος την κυνηγούσε για να της χαράξει το πρόσωπο. Παρά τις επίμονες προσπάθειες του αστυνομικού η τραγουδίστρια δεν έλεγε το όνομα του ανθρώπου που την κυνηγούσε γιατί, όπως είχε πει, φοβόταν για τη ζωή της.
Τελικά, η Μπέμπα Μπλανς αποκάλυψε στους αστυνομικούς αυτό που ήδη υποψιάζονταν. Πίσω απ’ όλα αυτά βρισκόταν ο «Σαλονικιός» ο οποίος εκβίαζε την τραγουδίστρια και της είχε αποσπάσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες δραχμές απειλώντας την πως αν δεν υπακούει, θα της κάνει κακό.
Η μοιραία συμπλοκή με τους αστυνομικούς
Κάτι το γεγονός πως ο αστυνομικός κλοιός στη Θεσσαλονίκη είχε στενέψει γύρω του, κάτι ότι η νύχτα της Αθήνας τον «τραβούσε», ο «Σαλονικιός» δεν άργησε να… επεκταθεί και στην πρωτεύουσα. Σχεδόν αμέσως έπιασε «δουλειά» και άρχισε να δικτυώνεται. Άρχισε πουλώντας προστασία σε διάφορα μικρά μπαρ σε κακόφημες γειτονιές ενώ παράλληλα έκανε κλοπές και εκβιασμούς. Φαίνεται, ωστόσο, πως το 1977 η τύχη του Γκουλιόβα είχε πλέον στερέψει.
Μια νύχτα ο «Σαλονικιός» κάνει την… καθιερωμένη του γύρα στα μαγαζιά που πουλούσε προστασία για να κάνει τις εισπράξεις. Φτάνει έξω από το μπαρ «Greek Saloon» στην οδό Φυλής. Θεωρώντας τον εαυτό του άτρωτο, «παρκάρει» το αυτοκίνητό του στη μέση του δρόμου, διακόπτοντας την κυκλοφορία και μπαίνειι μέσα στο μαγαζί ψάχνοντας τον ιδιοκτήτη.
Ένα περιπολικό της Άμεσης Δράσης που περνούσε τυχαία, όμως, από το σημείο «κόλλησε» στην κίνηση. Ο συνοδηγός πήγε στα πρώτα αυτοκίνητα για να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Όταν ο αστυνομικός ενημερώθηκε πως ο οδηγός τους αυτοκινήτου είχε μπει μέσα στο μπαρ, μπήκε και εκείνος προκειμένου να τον αναζητήσει.
Όταν τον είδε ο «Σαλονικιός» προσπάθησε να διαφύγει, αφού πρώτα πέταξε το όπλο του. Ο αστυνομικός προσπάθησε να μπλοκάρει την έξοδο αλλά ο Γκουλιόβας του έσπασε ένα μπουκάλι στο κεφάλι. Αν και ζαλισμένος και μέσα στα αίματα, ο ένστολος συνέχισε να τον καταδιώκει. Ο κακοποιός πρόλαβε και μπήκε στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπροστά και ξεκίνησε αλλά ο αστυνομικός τον πρόλαβε. Πιάστηκε από την πόρτα του οδηγού και με το αυτοκίνητο εν κινήσει πυροβόλησε τον δράστη τρεις φορές χωρίς να τον τραυματίσει. Στη συνέχεια ο αστυνομικός εγκατέλειψε την προσπάθεια και ο Γκουλιόβας κατάφερε να διαφύγει.
Από το περιστατικό στην οδό Φυλής και έπειτα η σύλληψη του «Σαλονικιού» έγινε κάτι σαν ζήτημα τιμής για τους αστυνομικούς που ήταν πλέον αποφασισμένοι να μην αφήσουν σε χλωρό κλαρί τον 30χρονο πλέον κακοποιό. Αυτό που περίμεναν ήταν πότε θα έχουν μια αξιόπιστη πληροφορία προκειμένου να την αξιοποιήσουν.
Μπορεί στη Θεσσαλονίκη ο Γκουλιόβας να έκανε κουμάντο, ωστόσο, στην Αθήνα είχε αποκτήσει πολλούς εχθρούς και έτσι αυτή η «αξιόπιστη πληροφορία» που έψαχναν οι αστυνομικοί δεν άργησε να έρθει. Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1977, ένας άγνωστος άνδρας ενημέρωσε την Ασφάλεια πως ο «Σαλονικιός» βρισκόταν σε μια χαρτοπαικτική λέσχη στην οδό Σύρου στην Κυψέλη.
Η πληροφορία θεωρείται έγκυρη και έτσι μερικά λεπτά αργότερα περιπολικά αλλά και συμβατικά αυτοκίνητα της Ασφάλειας γεμάτα με ένστολους και αστυνομικούς με πολιτικά περικυκλώνουν τη λέσχη, «κόβοντας» στον Γκουλιόβα κάθε πιθανότητα διαφυγής.
Ένας αστυνομικός μπήκε μέσα στη λέσχη και φωνάζοντας δυνατά, ρώτησε «ποιος είναι ο Σαλονικιός». Αμέσως στράφηκε στο νεαρό με το μούσι και το μακρύ μαλλί και απευθυνόμενος σε εκείνον επανέλαβε: «εσύ είσαι ο Σαλονικιός»; Ο κακοποιός αμέσως σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε προς την τουαλέτα με στόχο να διαφύγει. Αστυνομικοί με πολιτικά που ήδη είχαν μπει μέσα στη λέσχη, ωστόσο, τον ακινητοποίησαν και τον συνέλαβαν. Ο Γκουλιόβας, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένος να παραδοθεί έτσι εύκολα.
Με μια απότομη κίνηση κατάφερε και απέφυγε τους αστυνομικούς που τον κρατούσαν και έβγαλε σε έναν από αυτούς μαχαίρι φωνάζοντάς του «πίσω γιατί θα σε ξεκοιλιάσω». Όταν έκανε ένα βήμα μπροστά για να τον χτυπήσει, ο αστυνομικός τράβηξε το όπλο και τον πυροβόλησε στο στήθος. Το τέλος για τον «Σαλονικιό» ήρθε, λίγο αργότερα, μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε στο Γενικό Κρατικό.
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news . Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter