Από τις δύο μεγάλες σχολές μηχανικών της Αρχαίας Ελλάδας, της Σικελικής του Αρχύτα του Ταραντίνου και της Αλεξανδρινής του Διάδη του Πελαίου, έμελλε να προκύψει η γένεση του πρώτου πυροβόλου όπλου. Η πολύχρονη χρήση των βλητικών μηχανών στην μακεδονική εκστρατεία της Ασίας, εξάντλησε κάθε πειραματικό στάδιο μηχανικών εφαρμογών και έδωσε την δυνατότητα να αναζητηθούν νέες μορφές όπλων με ακόμα καλύτερη κατασκευή και αυξημένο βεληνεκές.
Στις ραψωδίες Δ και Φ της Οδύσσειας, ο Όμηρος, αναφερόμενος στον περίφημο τοξότη Πάνδαρο και στο ισχυρότατο τόξο του με το οποίο τραυμάτισε το Μενέλαο, καθώς και στο εξίσου ισχυρότατο τόξο του Οδυσσέα με το οποίο σκοτώθηκαν οι μνηστήρες από το μοναδικό αξιόλογο χειριστή του, παρουσιάζει τις αρχαιότερες αρχές της βλητικής. Στα δύο παραπάνω τόξα διαφαίνεται η ανάγκη της αύξησης του βεληνεκούς και η ανάλογη ανάγκη της αύξησης της ισχύος του.
Τόσο οι τοξότες, οι ιπποτοξότες ή εφιπποτοξότες (Ηρόδοτος 9,49) όσο και οι ακοντιστές (Θουκυδίδης 3,97 και Ηρόδοτος 8,90), υπήρξαν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης από τους αρχαιότερους μηχανικούς. Το βεληνεκές και η ισχύς του βλήματος αφενός και τα όρια φυσικής αντοχής του χειριστή αφετέρου, διαπιστώθηκε ότι βρίσκονταν σε μια αλληλοεξάρ-τηση αναλογιών. Με τις εμπειρίες της γνώσης αυτής, η βλητική πέρασε στο δεύτερο στάδιο του διάμεσου (δηλαδή της χρήσης αντικειμένου με την παρεμβολή κάποιου μέσου). Στο στάδιο αυτό, μετά τη χρήση των τόξων καθιερώνονται και οι σφενδόνες.
Μάλιστα τα ομηρικά κείμενα αναφέρονται σε ένα εκλεκτό τύπο πολεμιστή για τον οποίο δεν υπάρχει θέση στη σύγχρονη πολεμική διαδικασία. Πρόκειται για τον αμφιδέξιο πολεμιστή. Στην κατηγορία αυτή ανήκε, για παράδειγμα, ο Αστερόπαιος, ο οποίος «εξεσφενδόνιζε ταυτόχρονα δύο δόρατα, αφού ήταν μοναδικό στο να χρησιμοποιεί και τα δύο του χέρια με τον ίδιο τρόπο» (Ιλιάδα Φ162-163). Αυτό δείχνει ότι οι δεξιόχειρες και αριστερόχειρες τοξότες και σφενδονίτες δεν αντιστοιχούσαν σε δύο σύνολα στρατιωτών, αλλά σε ένα με τις ειδικότητες χειριστού τόξου και χειριστού σφενδόνης.
Σύμφωνα με το Στράβωνα, οι σφενδόνες επινοήθηκαν από τους Αιτωλούς στην περίοδο των πολέμων τους εναντίον των Επειών. Στην αρχική κατασκευή τους περιγράφονται σαν κοινοί ιμάντες πλατύτεροι στο μέσον, ή σαν τεμάχια δέρματος με προέκταση ιμάντων, ταινιών, σχοινιών ή αλυσίδων (κώλων) στα άκρα τους. Ο όρος «βελοσφενδόνη» που συναντάται στον Πλούταρχο (Σύλλας, 18), αναφέρεται στην εξέλιξη του όπλου αυτού, όπως και η κεστροσφενδόνη (βλέπε Επιστήμη και Τεχνολογία, τεύχος 2).
Η τελειότερη μορφή της εξέλιξης αυτής ήταν η χειροβαλλίστρα, φορητή χειροσφενδόνη με μεγάλη βλητική δύναμη λόγω της χρήσης μεταλλικών ελατηρίων. Η χρήση του όπλου αυτού στα πεδία των μαχών ήταν αρκετά αποτελεσματική, και ακριβώς για το λόγο αυτό συναντάμε τη συμμετοχή σώματος σφενδονιτών στο στρατό του Δημήτριου του Πολιορκητή, στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα. Η μηχανοποίηση της τοξοβολίας, όπως φαίνεται από τις μετέπειτα κατασκευές, χωρίστηκε σε δύο σχολές έρευνας και εφαρμογής.
Στις έρευνες των σχολών αυτών το αντικείμενο επικεντρώθηκε στο βεληνεκές, στην αποτελεσματικότητα, στην πρακτική εφαρμογή, στην οικονομία στρατιωτικών δυναμικού και, οπωσδήποτε, στην ενέργεια που απαιτούσε σφαιρικές και πολυποίκιλες γνώσεις. Για το λόγο αυτό διαπιστώνουμε πως οι εφαρμογές πρωτότυπων θεωριών, όπως αυτή των συνδυασμών, αναγνωρίστηκαν και διερευνήθηκαν πρώτα με τη διαίσθηση και ύστερα με την πρακτική χρήση.
Μάλιστα, αν μεταφερθούμε στο πεδίο δοκιμών του νεογέννητου πυροβολικού του 4ου π.Χ. αιώνα, θα δούμε τη θεωρία των συνδυασμών σε πλήρη εφαρμογή. Χειριστές, σημειωτές, γεωμέτρες, τοπογράφοι και εκτιμητές συμβάλλουν στην ανεύρεση του σωστού βεληνεκούς, όπου το βλήμα θα μεταφέρει και θα αυξήσει στην πορεία του την ορμή και τη δύναμη της αρχικής του ενέργειας.
Ο συνδυασμός για τη λύση τέτοιων προβλημάτων, με ανομοιογενή υλικά βλητικής (πέτρες, βέλη, ακόντια, μολύβδινα βλήματα, πυρφόρα υλικά και άλλα) είχε σαν αποτέλεσμα την αυξομείωση του μεγέθους των τηλεβόλων. Η μία σχολή προσανατολίστηκε προς τη σμίκρυνση και η άλλη προς τη μεγέθυνση των μηχανών. Τα αντίστοιχα κατασκευάσματα τους διακρίνονται στις λιθοβόλες σφενδόνες και τις χειροβαλλίστρες αφενός, και στις βαλλιστρίδες και τους τριταλινυαίους καταπέλτες αφετέρου. Ωστόσο, η ιστορία των βλητικών αυτών μηχανών αριθμεί τουλάχιστον δύο χιλιετίες.
“Etodomo”, οι αρχαιότεροι οπλοποιοί
Η προπαρασκευή για πόλεμο, η οποία και δημιούργησε τις αρχαιότερες συντεχνίες κατασκευαστών όπλων, ήταν άμεσα εξαρτημένη από τους σιδεράδες, χαλκουργούς ή ορειχαλκουργούς, που στα συλλαβικά κείμενα της μυκηναϊκής εποχής τους συναντάμε με το γενικό όρο «ΚΑΚΕWΈ». Μια ενδιαφέρουσα προφορά του όρου αυτού, που προτείνεται από τον καθηγητή Πολ Φορ, η «ΚΗΑLΚΕWΕS» ανταποκρίνεται στο ετυμολογικό φάσμα που συνδέει τις αρχαιότερες μορφές του ελληνικού αλφάβητου (κυπριακό και κρητομυκηναϊκό) με σημερινά τοπωνύμια (Χαλκίδα, Χαλκιδική και άλλα) και, πάνω απ’ όλα, μας δίνει την ουσιαστική ερμηνεία του παρακάτω χωρίου του ιστορικού Διόδωρου του Σικελιώτη:
«Οι δε Τύριοι χαλκείς έχοντες τεχνίτας και μηχανοποιούς κατασκεύασαν φιλότεχνα βοηθήματα». (Ιστορική βιβλιοθήκη 12, 43) Τα φιλότεχνα βοηθήματα, διάφορες βλητικές και άλλες αμυντικές μηχανές (βλέπε Επιστήμη και Τεχνολογία, τεύχος 3), όπως βλέπουμε, ήταν κατασκευασμένα από τους «χαλκείς» (ορειχαλκουργούς) που αναφέρει ο Διόδωρος, δηλαδή τους «ΚΗΑLΚΕWΕS». Σε αυτούς λοιπόν αναφέρονται οι Μυκηναίοι άρχοντες, όταν χρειάστηκε να γίνει αναγκαστική εκποίηση μετάλλων για την κατασκευή όπλων, όπως αναφέρεται σχετικά:
Οι επίτροποι και οι επιστάτες, οι έπαρχοι, οι κλειδούχοι, οι ελεγκτές των καρπών και των συγκομιδών θα παραδώσουν τον ορείχαλκο των ιερών για να κατασκευαστούν αιχμές ακοντίων και λάμες σπαθιών στις παρακάτω αναλογίες: Ο επίτροπος της Πίσας δύο κιλά, ο έπαρχος 750 γραμμάρια. (Πινακίδα ΡΥ, Jn 829).
Αξίζει να σημειωθεί ότι από την παράδοση αυτή κατασκευάστηκαν 34.000 αιχμές βελών. Οι ενεπίγραφες πινακίδες της Κνωσού, της Πύλου και των Μυκηνών που αναφέρονται στους ορειχαλκουργούς ξεπερνούν τις εκατό. Αν σε αυτές προσθέσουμε και άλλες συναφείς που αναφέρονται στους οπλοποιούς (ETOMODO), στα μέταλλα των ναών (KAKO NAWIYO) ή στους τοξότες (KEKIDE), θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως η οπλοποιία στήριξε το δόγμα της προπαρασκευής για πόλεμο και δημιούργησε τις βασικές προϋποθέσεις για την εξέλιξη της μηχανικής.
Η αλληλένδετη σχέση της οπλοποιίας με τη μηχανική στηρίχθηκε από το απώτατο παρελθόν στις πλουσιοπάροχες στρατιωτικές χορηγίες. Μετά την Αθήνα και τις Συρακούσες, όπου γεννήθηκε το αρχαιότερο πυροβολικό, η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος παρουσίασαν με τη σειρά τους αξιόλογες σχολές.
Η οικονομική ευμάρεια, η ίδρυση της γνωστής Βιβλιοθήκης και η συγκέντρωση της γνώσης στην Αλεξάνδρεια, δημιούργησαν το αρχαιότερο πολυτεχνείο της ιστορίας. Σε διάστημα τριών αιώνων στη σχολή αυτή διερευνήθηκε το ευρύτερο φάσμα των θετικών επιστημών.
Οι χορηγίες των Πτολεμαίων, μεταξύ άλλων, έδωσαν τη δυνατότητα στους ερευνητές να στραφούν στη μελέτη της τελειοποίησης των μακεδονικών πολεμικών μηχανημάτων και στη λύση των προβλημάτων που παρουσίαζε η χρήση τους.
Τα έργα των μηχανικών, Αρχιμήδη (Περί των μηχανικών θεωρημάτων προς Ερατοσθένην έφοδος), Φίλωνα Βυζαντίου (Μηχανική Σύνταξις) Αθηναίου (Περί Μηχανημάτων), Κτησιβίου (Υπομνήματα Μηχανικά), Βίτωνα (Κατασκευαία Πολεμικών Οργάνων) και Ήρωνα του Αλεξανδρέα (Χειροβαλλίστρας Κατασκευής και Συμμετρία), θεωρούνται ο πυρήνας πάνω στον οποία διαμορφώθηκε η επιστήμη της βλητικής.
Στη συνέχεια δίνουμε τις περιγραφές δύο τηλεβόλων της Αλεξανδρινής εποχής, όπως παρουσιάστηκαν αυτές στα πρακτικά της Ακαδημίας Επιστημών του Βερολίνου στις αρχές του αιώνα μας. Πρόκειται για διασωθέντα αποσπάσματα από τη Μηχανική Σύνταξη του Φίλωνα και τα Βερολοποιϊκάτου Ήρωνα Κτησίβιου.
Ο πλήρης τίτλος του δεύτερου έργου Ήρωνος Κτησίβιου Βελοποιϊκά δεν έχει εξακριβωθεί σε ποιον συγγραφέα ανήκει. Σημειώνουμε όμως πως στις κατασκευές του Κτησίβιου, οι περιγραφές των οποίων διασώθηκαν από μεταγενέστερους συγγραφείς, αναφέρονται τριών ειδών τηλεβόλα με τα οποία μπορούσε να εκτελεστεί βολή βαρέων λίθων σε μεγάλη απόσταση. Στις δύο κατασκευές η βολή γινόταν με πεπιεσμένο αέρα (αερότονα τηλεβόλα), ενώ στην τρίτη με τη χρήση ελατηρίων ή τεντωμένων χορδών.
Το τηλεβόλο του Αρχιμήδη
Ο πατέρας της Αναγέννησης Φραγκίσκος Πετράρχης (1304-1374) ενθάρρυνε τους φίλους του να τον βοηθούν στην αναζήτηση χαμένων χειρογράφων της ελληνικής και της λατινικής λογοτεχνίας και στην αντιγραφή αρχαίων επιγραφών, γιατί, όπως έγραψε ο ίδιος, τα κλασικά κείμενα αποτελούσαν ιστορικά ντοκουμέντα και «ήταν το πολυτιμότερο εμπόρευμα από όσα πωλούσαν οι Κινέζοι και οι ’Άραβες» («EPISTOLAE VARIAE» 29). Πράγματι, σαν κυνηγός χειρογράφων, αντέγραψε ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει και ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς. Αν και αντίθετος του εκκλησιαστικού κατεστημένου, σε ηλικία 42 χρόνων βρέθηκε προϊστάμενος της εκκλησίας της Πίζας.
Σε μια εκκλησιαστική βιβλιοθήκη της Βερόνας ανακάλυψε ένα χαμένο χειρόγραφο του Κικέρωνα, ενώ στη Λιέγη βρήκε το λόγο «PROARCHIA» του ίδιου συγγραφέα. Ο μεγάλος αυτός σοφός λοιπόν, που το πάθος του για την αρχαιότητα του έκανε να ντύνεται με την τήβεννο των αρχαίων συγκλητικών, είναι ο μόνος συγγραφέας που αναφέρεται σχετικά στο τηλεβόλο του Αρχιμήδη. Στο έργο του «DE REMEDIIS URTIUSQUE FORTUNAE» (Περί θεραπευτικών μέσων εκατέρας των τυχών) διαβάζουμε:
Έχω αναρίθμητες μηχανές και βλητικά (βαλλιστικά) μηχανήματα. Τον μη επιδεκτικόν μίμησης κεραυνό κατόρθωσε να τον μιμηθεί η ανθρώπινη μανία καταστροφικότητας. Οι εξακοντιζόμενοι από τις νεφέλες του ουρανού κεραυνοί, εξεσφενδονίζονται τώρα από ένα φονικό μηχάνημα (όργανο), η κάνη του οποίου είναι κατασκευασμένη από σκληρό ξύλο.
Μερικοί πιστεύουν ότι το μηχάνημα αυτό εφευρέθηκε από τον Αρχιμήδη, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Συρακουσών από τα στρατεύματα του στρατηγού των Ρωμαίων Μάρκελλου. Αλλά, όμως, εκείνος (ο Αρχιμήδης) εφεύρε αυτό, στην προσπάθεια του να διαφυλάξει την ελευθερία των συμπολιτών του και να αποτρέψει την καταστροφή της πατρίδας του.
Ωστόσο δε θέλησε να προχωρήσει στην τεχνική περιγραφή του όπλου αυτού. Το μυστικό διατηρήθηκε έναν ολόκληρο αιώνα μετά το θάνατο του Πετράρχη και παρουσιάστηκε από έναν άλλο συλλέκτη αρχαίων χειρογράφων, ο οποίος μάλιστα την ιδιοποιήθηκε. Πρόκειται για το διάσημο Ιταλό ζωγράφο και μηχανικό Λεονάρντο Ντα Βίντσι (1452-1519) που στην πραγματεία του με τίτλο Architronio παρουσίασε το παραπάνω τηλεβόλο.
Τα σχέδια και οι σημειώσεις του αναφέρονται στο μηχάνημα για το οποίο μας πληροφορεί ο Πετράρχης. Πρόκειται για ένα τηλεβόλο με κάνη δύο μέτρων μήκους και διάμετρο μερικά εκατοστά. Στο άκρο της κάνης που ο χειριστής τοποθετούσε το σφαιρικό βλήμα, ήταν προσαρμοσμένο μέσα σε ένα δοχείο το οποίο ήταν κλεισμένο αεροστεγώς. Το δοχείο αυτό θερμαινόταν μέχρι το σημείο της διαπύρωσης. Από άλλο δοχείο, το οποίο βρισκόταν λίγο ψηλότερα, μεταφερόταν απότομα με τη χρήση ειδικής στρόφιγγας νερό στο διάπυρο δοχείο. Η ενέργεια που δημιουργούσε η αστραπιαία μετατροπή του νερού σε ατμό, εξεσφενδόνιζε το βλήμα.
Ο καθηγητής Ευάγγελος Σταμάτης που ασχολήθηκε διεξοδικά με τα έργα του Αρχιμήδη, υποστηρίζει ότι το σφαιρικό βλήμα του τηλεβόλου ήταν λίθινο ή μεταλλικό, βάρους 36 κιλών και κάλυπτε ένα βεληνεκές έξι σταδίων, περίπου 1200 μέτρα. Αν και ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι δεν αναφέρει την πηγή των πληροφοριών του για την κατασκευή του τηλεβόλου, σήμερα είναι επίσημα παραδεκτό ότι πρόκειται για το μηχανικό επίτευγμα του Αρχιμήδη.
Σε μια συλλογική εργασία αφιερωμένη στους κώδικες και τα σχέδια του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, η οποία παρουσιάστηκε σε ειδικό ένθετο του περιοδικού Europeo tο 1982, γίνεται μία πλήρης παρουσίαση του έργου, συμπεριλαμβανομένων και των κωδίκων της Μαδρίτης που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, το 1967, καθώς επίσης και ενός άλλου χειρογράφου που βρέθηκε στη Φλωρεντία και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1975 από τον Cadro Pedretti. Στην εργασία αυτή, από την οποία προέρχεται και το πρωτότυπο σχέδιο του τηλεβόλου του Λεονάρντο, οι παραπάνω ερευνητές αναφέρονται «στο κανόνι θερμικής ενέργειας του Αρχιμήδη, το οποίο παρουσίασε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι σε ένα χειρόγραφο της περιόδου 1487-1490».
Μάλιστα οι ίδιοι συμπεραίνουν ότι ο Λεονάρντο χρησιμοποίησε τις πληροφορίες του Πετράρχη ή άλλες πηγές που ακόμα παραμένουν απροσδιόριστες (σημειώνοντας το όνομα του ιστορικού Gugliemo Di Pastregno). Στο ίδιο κείμενο επίσης διαπιστώνεται και το συμπέρασμα πως η χρήση θερμικής ενέργειας στο όπλο του Λεονάρντο προέρχεται από τις «περί ατομικίνηοης» θεωρίες του Ήρωνα της Αλεξάνδρειας.
Η καταστροφή της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας αποτέλεσε την τροχοπέδη της καλπάζουοας τεχνολογικής έρευνας, η οποία κυοφορούσε ήδη την επιστήμη της ρομποτικής (αυτοματοποιητικής) με τις γνωστές κατασκευές του Ήρωνα και των άλλων μηχανικών. Το αποτέλεσμα της διασποράς των επιστημόνων και των έργων που διασώθηκαν θεωρείται σαν μια από τις μεγαλύτερες απώλειες του ελληνισμού.
Τα δευτερεύοντα πνευματικά κέντρα της εποχής (Αθήνα, Ρόδος, Πέργαμος, Κόρινθος, Αντιόχεια) δε στάθηκαν ικανά να προσελκύσουν τη διανόηση της Αλεξάνδρειας. Οι επερχόμενες δυνάμεις των Ρωμαίων, του χριστιανισμού, των Βυζαντινών και της αραβικής διανόησης, επωφελούμενες από τη διασπορά αυτή, επιδόθηκαν στην αφομοίωση των όσων απέμειναν. Το τέλος της Αλεξανδρινής σχολής, επίσης, συνδέεται και με τους συλλέκτες των παλιών χειρογράφων.
Από τις πληροφορίες του Σενέκα αλλά και τη θωράκιση των Αράβων με πολλά βλητικά μηχανήματα, φαίνεται ότι, η δεύτερη μεγάλη διασπορά της διανόησης των ελληνιστικών κέντρων της Ανατολής, που έγινε μεταξύ 6ου και 7ου μ.Χ. αιώνα, ωφέλησε ιδιαίτερα τους ’ραβες. Έτσι εξηγούνται και τα χιλιάδες ακαταχώρητα αραβικά χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του πανεπιστημίου της Ινδικής πόλης Aligarth.
Συνδετικοί κρίκοι της αλεξανδρινής εποχής με την Αναγέννηση είναι, ο νεοπλατωνικός πανεπιστήμονας Πρόκλος, ο αρχιτέκτονας-μηχανικός Καλλίνικος ο Ηλιουπολίτης, ο Μάρκος ο Γραικός, ο Ηρών ο Βυζάντιος και άλλοι σοφοί τους οποίους θα δούμε στη συνέχεια της έρευνας για τους σχεδιαστές όπλων του Βυζαντίου.