Είναι 18 Ιουνίου του 1904, όταν ο υπουργός Σπυρίδων Στάης, καλεί σε μονομαχία τον βουλευτή Τρικάλων, Κωνσταντίνο Χατζηπέτρο, μετά από φραστική επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του στη Βουλή. Αιτία ήταν πως ο φίλος του βουλευτή Χατζηπέτρου, Μελισσηνός, δεν πήρε, εξαιτίας του Στάη, τη θέση του καθηγητή Ανατομίας που ο Χατζηπέτρου του είχε προεκλογικά υποσχεθεί.
Ο Στάης διατελούσε την περίοδο εκείνη υπουργός Παιδείας, για δεύτερη θητεία, στην κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη. Αφότου εγκατέλειψε τη Μέση εκπαίδευση όπου δίδασκε ως μαθηματικός για 18 συναπτά έτη, ασχολήθηκε με την πολιτική και εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 1892 με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη. Η πρώτη φορά που ανέλαβε το Υπουργείο Παιδείας ήταν τον Μάιο του 1900, ενώ τη θέση του υπουργού διατηρεί και μετά το 1903 όπου επανεκλέγεται.
Σπυρίδων Στάης
Ο Στάης, γνωστός σήμερα για το εκπαιδευτικό του έργο, αφού υπήρξε ο ιδρυτής των εμπορικών σχολών στις αρχές του 20ου αιώνα, κατά την διάρκεια της φραστικής επίθεσης, ανταπάντησε σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής καλώντα τον αντίπαλο σε μονομαχία.
Παρά τις προσπάθειες ακόμα και του πρωθυπουργού Θεοτόκη να συμβιβάσει τα πράγματα η μονομάχοι δεν άλλαξαν γνώμη. Αφού υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους, μεταφέρθηκαν με τις άμαξές τους στο σημείο της αναμέτρησης, σ’ ένα χωράφι στον Ποδονίφτη, σημερινή Νέα Χαλκηδόνα. Αφού πήραν θέση, τα ραβδωτά πιστόλια υψώθηκαν και οι μάρτυρες έδωσαν το σύνθημα. Η σφαίρα του Στάη, ο οποίος ήταν πιο έμπειρος σκοπευτής, βρήκε στην καρδιά τον βουλευτή Χατζηπέτρο.
Μετά τον θάνατο του Χατζηπέτρου, η κοινωνική δυσαρέσκεια που εκδηλώθηκε για το βάρβαρο έθιμο, ήταν έντονη. Ο Στάης, ο οποίος είχε ήδη δώσει τη θέση του υπουργού στον Κωνσταντίνο Λομβάδρο με την παραίτηση τού κατακρίθηκε εντόνως χωρίς όμως να καταδικαστεί. Βέβαια τόσο οι αντιδράσεις όσο και η δυσσαρέσκεια δεν κράτησαν πολύ, αφού μόλις το 1908 οι ψηφοφόροι του, του προσφέρουν και πάλι την βουλευτική έδρα την οποία θα διατηρήσει μέχρι και το 1922 που αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική σκηνή.
Το περιστατικό σχολίαζαν αρνητικά και αρκετά μέσα της εποχής. Ο «Νουμάς» στις 27 Ιουνίου 1904 εξαπέλυσε δριμεία επίθεση κατά του μονομάχου υπουργού, ενώ αλλού γράφτηκε:
«ιδού ο ατυχής Χατζηπέτρος, θύμα του κοινοβουλευτισμού της Ελλάδος. Υπήρχεν ο εκλογεύς οπισθέν του, ο οποίος με όλην την τυρρανικήν κυριαρχίαν του εκλέγοντος επίεζε τον βουλευτήν. Ο βουλευτής έτυχε να ήνε φιλότιμος, να ήνε εξ εκείνων εις τους οποίους αι υποθέσεις των εκλογέων είνε ζήτημα φιλοτιμίας, αυστηρώς εδηλούμενον και η αποτυχία μιας αιτήσεως ώθησε την φιλοτιμίαν αυτήν μέχρι δεινών ύβρεων προς έναν άρχοντα της Πολιτείας, έναν υπουργόν»
Κωνσταντίνος Χατζηπέτρου
Στις 19 Ιουνίου, η «Ακρόπολης» του Βλάση Γαβριηλίδη, στο κύριο άρθρο της έγραφε:
«Ο βασιλεύς έπρεπε να πάρει το μαστίγιον, εάν ήτο βασιλεύς τηρητής του Συντάγματος και των νόμων, εις χείρας του και να είπη εις τοιούτους συμβούλους του Στέμματος οίτινες παραβιάζουν αυτούς τους νόμους, μονομαχούν και σκοτώνουν ανθρώπους: -Είσθε κύριοι δια τας φυλακάς και όχι δια θέσιν υπουργών».
Αντίθετα ο σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής, αντιμετώπισε με συγκατάβαση τον Στάη γράφοντας στο «Ρωμηό» στις 26 Ιουνίου 1904:
«Χύνω δάκρυα μαζί σας μπρος στου θύματος το μνήμα,
όμως κλαίω και το Στάη, δεύτερον της μοίρας θύμα.
Κλαίει κι ο φονεύς εκείνος
Τον νεκρό τον δυστυχή
Και δεινός σπαράζει θρήνος
Κάθε πέτρινη ψυχή».
Την εποχή εκείνη οι μονομαχίες δεν ήταν σπάνιες. Δυόμισι μήνες πριν,στις 4 Φεβρουαρίου 1904, είχε προηγηθεί μια άλλη μονομαχία, του υπουργού Στρατιωτικών Κωνσταντίνου Σμολένσκη με το βουλευτή Ιωάννη Λιμπρίτη. Αιτία και πάλι μια πολιτική αψιμαχία τους στη Βουλή. Η μονομαχία έγινε στο Μπραχάμι, αλλά δεν είχε αιματηρό αποτέλεσμα, αφού αστόχησαν αμφότεροι.
Στη Δύση, οι μονομαχίες καταγράφονται ως διαδεδομένη πρακτική των κοινωνιών ήδη από τον 17ο αιώνα
μέχρι και τον 20ό. Αποτελούσαν τον συναινετικό και θανάσιμο αγώνας μεταξύ δύο προσώπων, με τα ίδια φονικά εργαλεία και με ρητούς κανονισμούς που οι δυο τους συμφωνούσαν. Συνηθέστερα αίτια των μονομαχιών αποτελούσαν τα θέματα τιμής και η διαδικασία γινόταν πάντα παρουσία αξιόπιστων μαρτύρων. Μέχρι και τον 18ο αιώνα γίνονταν κυρίως με σπαθιά ενώ έκτοτε οι μονομάχοι χρησιμοποιούσαν όπλα.
Ο προσβεβλημένος απαιτούσε «ικανοποίηση» από τον αντίπαλό του μέσω μιας προσβλητικής χειρονομίας, συνήθως πετώντας το γάντι του μπροστά στα πόδια του, πρακτική από την οποία προέκυψε και η περίφημη φράση. Στις περιπτώσεις που η μεσολάβηση δεν καρποφορύσε, και οι μονομάχοι κατέληγαν στην ένοπλη λύση, οι εντεταλμένοι μάρτυρες οριζαν τους όρους της μονομαχίας σε ειδικά πρωτόκολλα που είχαν ισχύ απαρέγκλιτου νόμου για τους συμμετέχοντες. Στα πρωτόκολλα αυτά οριζόταν και η ώρα και το μέρος της μονομαχίας, το οποίο όμως κρατούνταν μυστικό μέχρι την τελευταία στιγμή. Οι τοποθεσίες άλλωστε ήταν σχεδόν πάντα απόμερες, όπως για παράδειγμα το Φάληρο, τα Πατήσια ή η Κηφισιά.
Στη Ελλάδα βέβαια η μονομαχία εισήχθει και υιοθετήθηκε ως πρακτική από τα αρχηγετικά αστικά στρώματα μέσα σε συνθήκες πολιτικής ρευστότητας που μορφοποιούσαν το εγχώριο κοινοβουλευτικό σύστημα και το επιτακτικό αίτημα για εθνική ολοκλήρωση. Χρονικά, η περίοδος της ακμής της ξεκινά τις παραμονές ενός ατυχούς πολέμου, εκείνου του 1897 και κλείνει λίγο πριν τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13. Μέσα σε αυτό τον αιώνα υπήρξαν χρονιές στις οποίες γινόντουσαν έως και 10 μονομαχίες ενώ οι προσκλήσεις που κατέληγαν σε συμβιβασμό με τη διαμεσολάβηση των μαρτύρων ήταν πολλαπλάσιες.
Και για τα ελληνικά δεδομένα η αφορμή δεν χρειαζόταν να είναι πάντα σημαντική. Ένα προσβλητικό σχόλιο αρκούσε για να υπάρξει πρόσκληση σε μάχη, απλά πολλές φορές ακυρωνόταν μετά τη μεσολάβηση συγγενών, φίλων ή συνεργατών.
Εντυπωσιακό παραμένει το γεγονός πως σε μονομαχίες συνήθως δεν κατέφευγαν οι απλοί πολίτες, αλλά αξιωματικοί του στρατού, βουλευτές ακόμα και υπουργοί. Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Στέφανος Δραγούμης και πολλοί άλλοι βρέθηκαν οπλισμένοι στο πεδίο τιμής για να υπερασπιστούν το θάρρος της γνώμης τους, να ανασκευάσουν ψευδείς κατηγορίες, να αποκαταστήσουν το γόητρό τους, να αντισταθμίσουν τις προσβολές.
Το 1914, ακόμα και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης κλήθηκε να μονομαχήσει με τον βουλευτή Κ. Ζαβιτσιάνο. Ο λόγος ήταν ότι οι δύο τους είχαν αλλεπάλληλες προσωπικές αντεγκλήσεις. Βέβαια τελευταία στιγμή δεν εμφανίστηκε κανένας από τους δύο στον τόπο της μονομαχίας κάνοντας τους υπόλοιπους να μιλούν για κοκορομαχία…
Βέβαια, αν και η μονομαχία ήταν συνηθισμένη, από πολλούς αντιμετωπιζόταν ως φαιδρή ξενομανία ή παιδαριώδης παλικαρισμός. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ή δήλωση του βουλευτή Θεόδωρου Λιμπρίτη, ο οποιος είχε δηλώσει:
«συνηθέστερον οι προς την μονομαχία ρέποντες, είναι εκείνοι οίτινες ελπίζουσι ότι θέλουσι προκαλέσει εντύπωσιν τίνα μονομαχούντες(οι παλικαράδες)».