Η πινακίδα του Δισπηλιού ήρθε στο φως κατά την επανάληψη των ανασκαφών από τον καθηγητή Χουρμουζιάδη στον ομώνυμο λιμναίο οικισμό το 1992 μετά από διακοπή 60 χρόνων. Η πινακίδα είναι ξύλινη και χρονολογείται στα 5260 π.Χ. Λόγω του υλικού της έχει υποστεί φθορά από την παραμονή της επί χιλιετίες στη λάσπη, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να μην μπορούμε να διακρίνουμε πάνω της μια σειρά από χαράγματα.
Η ανακάλυψη της πινακίδας και η παλαιότητά της έθεσαν αμέσως επί τάπητος το ερώτημα αν τα χαράγματα είναι τυχαίες γραμμές ή αποτελούν αρχαίο δείγμα γραφής, παλιότερο από αυτό των Αιγυπτίων και των Σουμερίων. Σε περίπτωση που απαντήσουμε καταφατικά στο ερώτημα, προκύπτουν άλλα: υπάρχουν παρόμοια ευρήματα; Τι τύπος γραφής εκπροσωπείται στην πινακίδα; Ποια είναι η γλώσσα που κρύβεται πίσω από τα σημάδια;
Για να απαντήσουμε, θα πρέπει να δούμε το θέμα σε ευρύτερο πλαίσιο: το εύρημα στο Δισπηλιό δεν είναι μεμονωμένο, ούτε μοναδικό στην Ευρώπη. Παρόμοιου τύπου χαράγματα έχουν βρεθεί σε αρχαιολογικές τοποθεσίες στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Ουκρανία, στη Γαλλία, στην Ισπανία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης και είναι της ίδιας ή και παλαιότερης ηλικίας από αυτά της πινακίδας του Δισπηλιού. Αυτό είναι ενθαρρυντικό ως προς το βασικό ερώτημα: τα χαράγματα δε πρέπει να αποτελούν τυχαία ορνιθοσκαλίσματα, αλλά αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής εικονιστικής παράδοσης που εκκινά από την παλαιολιθική εποχή.
Αποτελούν όμως συστηματική γραφή; Η ωμή απάντηση είναι ότι δεν γνωρίζουμε. Κι εδώ, ωστόσο, μπορούμε να κάνουμε ορισμένους εύλογους συλλογισμούς: σημάδια τέτοιου τύπου εμφανίζονται ήδη πλάι στα αρχαιότερα έργα τέχνης του κόσμου, τις βραχογραφίες στα παλαιολιθικά ευρωπαϊκά σπήλαια.
Συνοδεύουν τα ζώα που απεικονίζονται ως ένα είδος συμπληρώματος: είναι απλά διακοσμητικά μοτίβα; Είναι σύμβολα για τα ονόματα των ζώων; Είναι «υπογραφές» καλλιτεχνών; Έχουν κάποια μαγική χρήση; Υποδηλώνουν μια συμπυκνωμένη σκέψη για τα εικονιζόμενα;
Αποτελούν έναν κώδικα επικοινωνίας όπως τα σήματα της τροχαίας, ο οποίος δεν εξαρτάται από μια συγκεκριμένη γλώσσα; Υποδηλώνουν απλώς ένα είδος «φόβου» του κενού χώρου που καλύπτεται με γεωμετρικά σχέδια; Μπορεί η καταγωγή τους να είναι πολλαπλή και να μην σχετίζεται μόνο με την τέχνη των σπηλαίων, αλλά και με την ανταλλαγή αγαθών στο εμπόριο, την αποθήκευση ποσοτήτων προϊόντων, την επικοινωνία, την καταγραφή ιδιοκτησίας (σφραγίδες, θυρεοί) κ.ο.κ.
Σ’ αυτή την περίπτωση θα είχαμε όντως ένα πρώτο δείγμα εικονιστικής γραφής, όπου τα σύμβολα παραπέμπουν σε νοήματα και λέξεις (όχι σε συλλαβές ή φθόγγους). Μπορεί το σύστημα να ήταν ατελές ή ημιτελές, ανάλογα με τις ανάγκες των ανθρώπινων κοινωνιών που το δημιούργησαν. Πάντως η ιδέα των συμβόλων διαδόθηκε σε όλη την ήπειρο, γεγονός που υποδηλώνει εμπορικές συναλλαγές μακρινών αποστάσεων και ανεπτυγμένο δίκτυο επικοινωνιών, αλλά και ένα είδος Πολιτιστικής Κοινής.
Μπορούμε, λοιπόν, εύλογα να υποθέσουμε ότι οι κάτοικοι του Δισπηλιού είχαν επαφές με την ευρωπαϊκή ήπειρο και αλληλεπιδρούσαν με τους κατοίκους άλλων περιοχών. Το να μοιράζονται μαζί τους εκτός από αγαθά και ιδέες δεν έχει τίποτα το απίθανο.
Συνεπώς εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε την ύπαρξη μιας παλαιοευρωπαϊκής γραπτής παράδοσης, μια εκδοχή της οποίας ήταν και η γραφή της πινακίδας του Δισπηλιού. Η ύπαρξη και άλλων εγχάρακτων αντικειμένων από τον οικισμό ενισχύει αυτή την υπόθεση. Τέλος, όσον αφορά τη γλώσσα των κατοίκων: το υπάρχον υλικό δεν επιτρέπει την αποκρυπτογράφηση. Έτσι δεν μπορούμε να πούμε τίποτα για το ζήτημα.