Το να χύσεις σήμερα κόκκινο κρασί σε μια μάζωξη ισοδυναμεί με σωστή καταστροφή, πόσο μάλλον όταν προσγειωθεί στο χαλί του οικοδεσπότη. Για τους αρχαίους Έλληνες όμως ένα πάρτι δεν ήταν ποτέ καλό εκτός και αν έρρεε άφθονο το κρασί. Και όχι απαραίτητα στα ποτήρια!
Γιατί όταν το γλέντι φούντωνε και τα αλκοολικά αίματα άναβαν, τότε οι πρόγονοί μας εκσφενδόνιζαν το κρασί προς πάσα κατεύθυνση, μετατρέποντας τις αίθουσες των συμποσίων σε μικρά εγκλήματα πιτσιλίσματος.
Αυτό ήταν το παιχνίδι που έπαιζαν στις συγκεντρώσεις τους, ένα κάμωμα με κρασί και στόχους στο οποίο διακυβευόταν τόσο το έπαθλο όσο και η τιμή των παικτών. Και το έκαναν πρωτίστως για διασκέδαση, αν και κάποιες φορές είχε να κάνει και με οιωνούς για την έκβαση ενός έρωτα.
Ο κότταβος ήταν ένα παιχνίδι επιδεξιότητας που παιζόταν με τους παίκτες μεθυσμένους και περιλάμβανε πάντα έναν στόχο, αν και υπήρχαν αρκετές εκδοχές του, καθώς οι παίκτες ήταν ελεύθεροι να καθορίσουν κάθε φορά τους κανόνες του.
Με τόσο κρασί εξάλλου και τις συνειδήσεις ναρκωμένες, πώς να θυμηθείς τα πώς και τα γιατί…
Μια παρτίδα κότταβου
Ο κότταβος είχε δύο βασικές εκδοχές, αν και η πλέον αγαπημένη (κότταβος κατακτός), αυτή για την οποία διαβάζουμε στα θεατρικά και βλέπουμε στα αγγεία, είχε να κάνει με έναν μπρούτζινο στύλο (ράβδος). Ένας μικρός μεταλλικός δίσκος, η πλάστιγγα (πλάστιγξ), ισορροπούσε σε μια δοκό και ο σκοπός ήταν να την εκτρέψεις από τη θέση της εκσφενδονίζοντας κρασί και να χτυπήσει αυτή σε έναν μεγαλύτερο μεταλλικό δίσκο (λεκανίς) που βρισκόταν από κάτω της, στα 2/3 του ύψους της δοκού.
Κάποιες φορές αντί για πλάστιγγα τοποθετούσαν στην κορυφή του κοτταβείου ένα μεταλλικό αγαλμάτιο (μάνης) που απεικόνιζε έναν άντρα με ανυψωμένα το δεξί πόδι και χέρι. Τρία παιχνίδια παίζονταν σε αυτό το κοτταβείο. Στο πρώτο, οι παίκτες προσπαθούσαν να γεμίσουν με τόσο κρασί την πλάστιγγα ώστε αυτή να ανατραπεί και να χτυπήσει στη λεκάνη. Στη δεύτερη, γινόταν το ίδιο ακριβώς πράγμα, μόνο που η πλάστιγγα όφειλε να χτυπήσει και τον μάνης, ο οποίος προσαρμοζόταν εδώ στη ράβδο πριν από τη λεκάνη.
Στην τρίτη εκδοχή, αντικαθιστούσαν απλώς την πλάστιγγα με το μεταλλικό αγαλματάκι και παιζόταν όπως και στις άλλες εκδοχές.
Απλός στη σύλληψη, ο κότταβος γινόταν δύσκολος στην εκτέλεσή του. Γιατί βλέπετε οι παίκτες το έπαιζαν γερμένοι καθώς ήταν στα ανάκλιντρά τους και εκσφενδόνιζαν τις τελευταίες γουλιές του κρασιού είτε με το στόμα τους είτε, στην παραδοσιακή εκδοχή του, με τα κύπελλά τους. Σχημάτιζαν έναν κύκλο ή ένα τετράγωνο με τα ανάκλιντρα γύρω από τον στύλο και γινόταν κακός χαμός!
Η κύλικα εξάλλου, το ρηχό και πλατύ αυτό αγγείο με τις δύο λαβές από το οποίο έπιναν το κρασί τους, έμοιαζε ιδανική για το παιχνίδι, καθώς στα μαεστρικά χέρια των καλυτέρων μετατρεπόταν σε σφενδόνα οίνου. «Λάταγες» αποκαλούσαν οι Έλληνες τις λιγοστές σταγόνες κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα της κύλικας και «λαταγείο» το χάλκινο αγγείο που έβαζαν στόχο.
Η δεύτερη εκδοχή του κότταβου (κότταβος δι᾽ ὀξυβάφων) εγκατέλειπε την πλάστιγγα για μια μεγάλη λεκάνη με νερό, μέσα στην οποία επέπλεαν μικρότερα πήλινα δοχεία (οξύφαβα), τα οποία έπρεπε να βυθίσουν οι αρχαίοι με το κρασί τους. Ο νικητής ήταν εδώ αυτός που θα βύθιζε τα περισσότερα δοχεία με μια καλοζυγισμένη εκτόξευση κρασιού. Και μιας και έλειπε εδώ ο κρότος που έκανε η πλάστιγγα ή ο μάνης όταν χτυπούσε τον μεταλλικό δίσκο, αυτή η εκδοχή θεωρούνταν περισσότερο πολιτισμένη, όντας αθόρυβη.
Ο νικητής και στις δύο εκδοχές έπαιρνε προσυμφωνημένα έπαθλα, βρώσιμα αντικείμενα συνήθως (μήλα και αυγά), σανδάλια ή ακόμα και την ίδια πλάστιγγα, που ήταν εδώ μια πιατέλα. Αν και κάποιες φορές τα έπαθλα ήταν πραγματικά πολύτιμα, όταν ήθελαν να κάνουν το παιχνίδι λίγο πιο «πιπεράτο».
Αυτοί ήταν οι βασικοί κανόνες, αν και οι αρχαίοι Έλληνες, λάτρεις της τελειότητας, δεν αποζητούσαν απλώς το πετυχημένο αποτέλεσμα, αλλά και τη χάρη της βολής, την καλοσχηματισμένη τροχιά της κίνησης και την ακρίβειά της φυσικά. Στα «συν» προσμετρούσαν και το γεγονός ότι το κρασί δεν έπρεπε να χυθεί πάνω σου, ακόμα και την καλαισθησία με την οποία έπιανες την κύλικα.
Όσο μεγαλύτερη καμπύλη διέγραφε η τροχιά του κρασιού, ας πούμε, τόσο πιο ευγενής ήταν η ριξιά, όπως ακριβώς και με το ακόντιο στον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και με τον τρόπο που έπιανες την κύλικα, προσαρμόζοντας δύο δάχτυλα του δεξιού χεριού (πάντα του δεξιού χεριού) στο εσωτερικό της λαβής: τα δάχτυλα όφειλαν να κινηθούν με παρόμοιο τρόπο με την κίνηση που διέγραφαν μέσα στη δερμάτινη λαβή του ακοντίου. Οι καλύτεροι στον κότταβο ήταν και οι καλύτεροι ακοντιστές, συνεκδοχικά, μια αρετή που εκτιμούσαν ιδιαιτέρως πολύ.
Παρά τη χάρη και την καλαισθησία που αποζητούσαν βέβαια οι συμποσιαστές στις βολές τους, ο κότταβος άφηνε το δωμάτιο σωστό πεδίο μάχης. Και ήταν αυτή η εξόχως βρόμικη φύση του παιχνιδιού που το έκανε κατάλληλο για τις προχωρημένες ώρες των συμποσίων, όταν η μέθη δεν άφηνε άλλα περιθώρια για φιλοσοφικές συζητήσεις και πολιτικούς διαξιφισμούς.
Ο κότταβος ξεκίνησε από τη Μεγάλη Ελλάδα ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ., όντας δημοφιλέστατος στη Σικελία, πριν περάσει στον ελλαδικό χώρο και εξαπλωθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια κατά τον 5ο και 4ο αιώνα, από τη Θεσσαλία ως και τη Ρόδο. Τις μεγαλύτερες δόξες του τις έζησε βέβαια στην κλασική Αθήνα.
Και δεν ήταν απλώς ο παιχνιδιάρικος τρόπος που συνόδευε απαρέγκλιτα ένα συμπόσιο, αλλά στη Σικελία τουλάχιστον χτίζονταν ακόμα και ειδικά κτίρια για τον κότταβο, κυλινδρικές κατασκευές με τα ανάκλιντρα διαταγμένα ολόγυρα από τον στύλο ώστε να παίζεται γρήγορα και αποτελεσματικά.
Συχνά πυκνά μάλιστα το κοτταβείο έμοιαζε και με ερωτικό μαντείο, μιας και το παιχνίδι είχε και μια τέτοια πτυχή. Ο συμποσιαστής ονομάτιζε το αντικείμενο του πόθου του πριν από τη βολή του και η επιτυχημένη ή όχι έκβασή της προοιώνιζε και το τι θα συνέβαινε τελικά στο φλερτ. Ακόμα και από την τροχιά του κρασιού ή την ελεύθερη πτώση της πλάστιγγας έβγαζαν ερωτικά συμπεράσματα οι πρόγονοί μας στις οινοπνευματώδεις μαζώξεις τους.
Κι ενώ κότταβο έπαιζαν αποκλειστικά οι άντρες, δεν ήταν καθόλου ασυνήθιστο να παίρνουν μέρος και εταίρες, καθώς όπως είπαμε το παιχνίδι είναι πάντα και μια «βρόμικη» φύση. Έπαθλα ήταν κάποιες φορές ένα φιλάκι από την εταίρα. Ο κωμωδιογράφος Κρατίνος ο Αθηναίος μας λέει εξάλλου σε ένα ποίημά του ότι μια εταίρα αφιέρωσε τη βολή της στα γεννητικά όργανα του κορίνθιου φίλου της!
Και καθώς η τύχη έπαιζε πάντα έναν καλό ρόλο, κάτι που αποδέχονταν οι αρχαίοι, ο κότταβος είχε αναγκαστικά και μια διάσταση οιωνού για τη μελλοντική επιτυχία των συμποσιαστών στη ζωή τους, ειδικά σε ζητήματα αγάπης. Γι’ αυτό και τα έπαθλα ήταν μια στο τόσο μεγάλης αξίας, για να ανεβαίνουν τα στοιχήματα και να διακυβεύονται περισσότερα από μερικά μήλα ή σεξουαλικές χάρες…
Πώς ξέρουμε για τον κότταβο
Ο Κριτίας, ο αθηναίος πολιτικός, φιλόσοφος και ποιητής του 5ου αιώνα π.Χ., μας λέει για την «ένδοξη εφεύρεση» που ήρθε από τη Σικελία και εγκαθιδρύθηκε στα πέρατα του ελληνικού κόσμου. Και δεν είναι φυσικά ο μόνος, καθώς το παιχνίδι εμφανίζεται στα γραπτά πάμπολλων, όπως ο μεγάλος Αλκαίος, ο λυρικός ποιητής Ανακρέων, ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης και ο αθηναίος κωμωδιογράφος Αντιφάνης.
Όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον κότταβο, ο οποίος εμφανίζεται εξάλλου και σε πλήθος ερυθρόμορφων αγγείων της εποχής. Μόνο που πρέπει να πέθανε πιο σύντομα από όσο θα ήθελαν οι Έλληνες της κλασικής εποχής, καθώς οι γραφιάδες των Ρωμαίων και των ελληνιστικών χρόνων μιλούν για τον κότταβο ως ένα παιχνίδι του παρελθόντος που δεν παιζόταν πια. Για τη λατινική φιλολογία μάλιστα, ήταν κάτι ολότελα άγνωστο.
Έκτοτε αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν εργαστεί για να τον φέρουν ξανά στη ζωή, όχι πλέον σε συμπόσια, αλλά στον πανεπιστημιακό χώρο. Μεγάλη συμβολή είχε εδώ η δρ Heather Sharpe, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο West Chester University της Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, που συναντούσε συνεχώς τον κότταβο στα αρχαιοελληνικά αγγεία που την ενδιέφεραν και είπε κάποια στιγμή να παίξει μερικές παρτίδες με τους μαθητές της.
Ακόμα και ομοιώματα των αυθεντικών κυλίκων των αρχαίων τής έφτιαξε ο συνάδελφός της, Andrew Snyder, με τη βοήθεια 3D εκτυπωτή. Αντί για κρασί, χρησιμοποίησαν αραιωμένο με νερό μούστο, για να μοιάζει περισσότερο με το νερωμένο κρασί των Ελλήνων της εποχής. «Μέσα σε μισή ώρα, υπήρχε παντού αραιωμένος μούστος, κάτι που με έκανε να συνειδητοποιήσω πως θα γίνονταν αρκετά χάλια οι αρχαίοι», είπε η Sharpe για την εμπειρία της.
Και συνέχισε: «Σκοπεύεις τον στόχο, το αστείο όμως είναι ότι αυτά τα συμπόσια διοργανώνονταν συνήθως σε περισσότερο ή λιγότερο τετράγωνα δωμάτια και είχες συμποσιαστές στις 3,5 πλευρές. Αν έχανες λοιπόν τον στόχο σου, δεν θα ήταν καθόλου δύσκολο να βρεις κάποιον στην απέναντι πλευρά».
Και όπως εξομολογήθηκαν και οι φοιτητές της στην αναβίωση του παιχνιδιού, δύσκολα κρατήθηκαν να μην πετύχουν εσκεμμένα τον συνάδελφό τους απέναντι. Γεγονός που μας μαρτυρά και ο Αισχύλος, όταν βάζει τον Οδυσσέα να μας πει πως σε ένα παιχνίδι κότταβου ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης, ο πανούργος Ευρύμαχος, σημάδευε επίτηδες το κεφάλι του Οδυσσέα αντί την πλάστιγγα, ώστε να τον ταπεινώσει.
Βλέπετε ο κότταβος, παρά τη μεθυσμένη του φύση, ήταν άλλο ένα παιχνίδι που έπαιζαν οι πάντα ανταγωνιστικοί πρόγονοί μας και κανείς δεν ήθελε να χάσει. «Είναι αστείο, γιατί εμφανίζονταν να το έπαιρναν πολύ στα σοβαρά όλο αυτό», μας λέει και η Sharpe, «οι Έλληνες, με έναν παράξενο τρόπο, λάτρευαν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο, είτε στα συμπόσια είτε στο γυμναστήριο».
Ήταν ωστόσο αυτή η ελευθεριακή και χωρίς φραγμούς φύση του κότταβου που δεν τον άφησε να μακροημερεύσει. Προς τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. εξαφανίζεται μαγικά από λογοτεχνικά έργα και αγγεία, κάτι που υποδεικνύει πως η μόδα του είχε παρέλθει. Για ενδεχόμενη αναβίωσή του σήμερα ούτε συζήτηση φυσικά, καθώς οι εποχές μας δεν επιτρέπουν τέτοια καμώματα.