Όλα τα ζώα (θηλαστικά, πουλιά, ερπετά, αμφίβια και ψάρια) έχουμε σκελετούς. Που δεν είναι οι ίδιοι. Υπάρχουν μεν, κοινά χαρακτηριστικά, αλλά διαφέρουν σε σχήματα και μεγέθη.
Ο μεγαλύτερος σκελετός ανήκει στη γαλάζια φάλαινα, του βάρους των 190 τόνων. Το πιο μεγάλο και πιο δυνατό οστό είναι το μηριαίο οστό. Το πιο δυνατό οστό που υπάρχει στο ζωικό βασίλειο είναι το μηριαίο του ρινόκερου. Που δεν είναι το πιο βαρύ ζώο που ζει στην ξηρά.
Αυτό είναι ο ελέφαντας, που ωστόσο δεν έχει τον ισχυρότερο σκελετό. Ανήκει σε μικρότερα ζώα. Για παράδειγμα, το μηριαίο οστό του ελαφιού μπορεί να υποστηρίξει περισσότερους από 1,5 τόνους.
Κατ’ αναλογία τη συγκεκριμένη «μάχη» την κερδίζουν οι μυγαλές, μικρά θηλαστικά που μοιάζουν με αρουραίους και ζουν στα δάση της Κεντρικής Αφρικής. Για παράδειγμα, το Scutisorex somereni. Το βάρος του είναι 49 γραμμάρια. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να κουβαλήσει κούτσουρα στην πλάτη. Χρωστούν αυτήν την ικανότητα στο πώς είναι δομημένα τα κοκαλάκια της σπονδυλικής στήλης. Είναι μαζικά ενισχυμένα και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχουν τεράστια δύναμη που υποβοηθάτε από τους μυς.
Το ζώο που έχει το μεγαλύτερο αριθμό οστών είναι (προφανώς) σπονδυλωτό και είναι ο πύθωνας. Φτάνουν έως τα 1800 οστά, στο μήκος των 6 μέτρων.
O ανθρώπινος σκελετός ενός ενήλικα έχει από 206 έως 213 οστά. H μεταβλητότητα οφείλεται στο γεγονός ότι κάποιοι μπορεί να έχουν διαφορετικό αριθμό πλευρών, σπονδύλων και ψηφίων.
Ειρήσθω εν παρόδω, ως βρέφη έχουμε περίπου 270 οστά. Ο σκελετός μας ωστόσο, είναι εν πολλοίς φτιαγμένος από χόνδρους αρθρώσεων. Όσο μεγαλώνουμε, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών γίνεται οστά. Η διαδικασία περιγράφεται ως οστεοποίηση/οστέωση.
Δεν υπάρχει κάποιο στους λοβούς των αυτών, τη μύτη, τα βλέφαρα, τα χείλη και τα ζωτικά μας όργανα, τα οποία υποστηρίζονται από άλλους τύπους ιστών και δομών. Προστατεύονται ωστόσο, από τα κόκαλα.
Δηλαδή, τους σύνθετους ζωντανούς ιστούς, που αποτελούνται κυρίως από κολλαγόνο (βλ. μια ινώδη πρωτεΐνη που παρέχει ευελιξία) και υδροξυαπατίτη (μέταλλο που περιέχει ασβέστιο και φώσφορο που δίνει στα οστά αντοχή και σκληρότητα).
Δεν πρόκειται απλά, για παθητικές δομές. Λειτουργούν και ως δεξαμενές για το ασβέστιο. Όταν τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα πέφτουν, τα οστά απελευθερώνουν ασβέστιο για να διατηρήσουν την ισορροπία.
Προφανώς και δεν έχουν όλα τα οστά το ίδιο μέγεθος. Χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες, βάσει του σχήματος τους. Τη μακρά (πχ μηριαίο), την κοντή (πχ οστά καρπού), την επίπεδη (πχ οστά κρανίου) και την ακανόνιστη (πχ σπόνδυλοι).
Δεν είναι όλα ίδια και σε πυκνότητα οστικού ιστού. Τα πιο μακριά κόκαλα (πχ το μηριαίο οστό) είναι πιο πυκνά από τα πιο μικρά (πχ αυτά που έχουμε στον καρπό).
Όσο μειώνεται η οστική πυκνότητα, τόσο πιο επιρρεπή γίνονται τα οστά. Ένας τρόπος να «αντισταθούμε» στη μείωση είναι η τακτική άσκηση με βάρη, όπως και η σταθερή παροχή διατροφικού ασβεστίου, η επαρκής βιταμίνη D, η διατροφή που έχει άφθονες βιταμίνες και μέταλλα.
Παρεμπιπτόντως, το μηριαίο οστό είναι το πιο μακρύ και το πιο ισχυρό οστό που έχουμε πάνω μας. Τα πιο μικρά και πιο εύθραυστα είναι τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αυτί και μεταφέρουν διαδοχικά τις δονήσεις στο έσω αυτί.
Τα οστά μας υπόκεινται συνεχώς σε μια διαδικασία ανάπτυξης και αναδιαμόρφωσης, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Ο παλιός οστικός ιστός διασπάται και αντικαθίσταται με νέο, συμβάλλοντας στη διατήρηση της αντοχής των οστών και στην αποκατάσταση μικροβλαβών.
Όταν ένα οστό σπάει, το σώμα ξεκινά μια διαδικασία επούλωσης. Εξειδικευμένα κύτταρα που ονομάζονται οστεοβλάστες δημιουργούν νέο οστικό ιστό, σχηματίζοντας έναν κάλο που γεφυρώνει τα σπασμένα άκρα. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός ο κάλος αναδιαμορφώνεται σε ώριμο οστό.