Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την κατάληψη στις 15 Αυγούστου 1948 της Κορεατικής χερσονήσου από σοβιετικά στρατεύματα βόρεια του 38ου παράλληλου και από αμερικανικά νότια αυτού, το νότιο τμήμα κήρυξε την ίδρυση της Δημοκρατίας της Νότιας Κορέας και επέλεξε ως πρόεδρο τον Ρι Σούνγκ-μαν.
Ανάλογη ήταν και η εξέλιξη στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου, η οποία οδήγησε στη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας (Βόρεια Κορέα). Οι σχέσεις των δύο χωρών οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, που κατέληξε στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους (Πόλεμος της Κορέας: 25 Ιουνίου 1950 – 27 Ιουλίου 1953).
Η λήξη του πολέμου βρήκε τη Νότια Κορέα εξασθενημένη και το λαό δυσαρεστημένο από την αυταρχική πολιτική του Ρι Σούνγκ-μαν, ο οποίος ένα μήνα μετά την επανεκλογή του, τον Μάρτιο του 1960, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα.
Η νέα κυβέρνηση με πρόεδρο τον Γιούν Μπό-σον και πρωθυπουργό τον Τσανγκ Μγιάν δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την εθνική ενότητα και να ανορθώσει την οικονομία, δίνοντας την ευκαιρία σε μια στρατιωτική “χούντα” με επικεφαλής τον Τσανγκ Ντογιόν να καταλάβει την εξουσία στις 16 Μαΐου 1961, διακηρύσσοντας την αποκατάσταση της τάξης.
Πενήντα μέρες αργότερα ο Ντογιόν αντικαταστάθηκε στην εξουσία από το στρατηγό Παρκ Τσουνγκ-Χε, ο οποίος, αφού παραιτήθηκε από το στρατό, έθεσε υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές και τις κέρδισε, τον Οκτώβριο του 1963.
Στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου το Δημοκρατικό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με επικεφαλής τον Παρκ Τσουνγκ-Χε κέρδισε τις 110 από τις 175 έδρες του Κοινοβουλίου.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1965 η Νότια Κορέα υπέγραψε σύμφωνο φιλίας με την Ιαπωνία, ενώ την ίδια περίοδο, ως σύμμαχος των ΗΠΑ, έστειλε δύναμη 2.000 ανδρών στο Νότιο Βιετνάμ.
Στο μεταξύ τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα οξύνονταν συνεχώς και οι λαϊκές αντιδράσεις και φοιτητικές ταραχές αποτελούσαν μόνιμο φαινόμενο στη ζωή της χώρας. Μέσα σε ένα κλίμα βίας και νοθείας ο Παρκ Τσουνγκ-Χε κατόρθωσε τον Μάιο του 1967 να επανεκλεγεί πρόεδρος της Δημοκρατίας και το κόμμα του να συγκεντρώσει τα τρία τέταρτα των εδρών. Προηγουμένως, τον Φεβρουάριο του 1967, είχε ιδρυθεί το Δημοκρατικό Κόμμα με ηγέτη τον Γιούν Μπό-σον που ασκούσε αντιπολίτευση.
Ο Παρκ Τσουνγκ-Χε πέτυχε με δημοψήφισμα να του επιτραπεί να διεκδικήσει το αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας για τρίτη φορά, πράγμα που κατόρθωσε στις 27 Απριλίου1970. Το κόμμα του κέρδισε επίσης τις βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον επόμενο μήνα. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, στις 4 Ιουλίου 1972, υπογράφτηκε συμφωνία ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα για τον τερματισμό της εμπόλεμης κατάστασης και την απαρχή μιας περιόδου ύφεσης στις σχέσεις των δύο χωρών.
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο Παρκ κήρυξε στρατιωτικό νόμο, ανέστειλε το Σύνταγμα και απαγόρευσε τη λειτουργία των κομμάτων.
Στις 21 Νοεμβρίου 1972 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα που έδινε ακόμη μεγαλύτερες αρμοδιότητες στον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τον επόμενο χρόνο ο Κιμ Τσουνγκ-Πιλ εκλέχτηκε πρωθυπουργός.
Τα επόμενα χρόνια η κυβέρνηση εγκαινίασε μια πολιτική καταπίεσης και διωγμών στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης (η οποία ομολογουμένως υπήρξε σημαντική), με αποτέλεσμα οι αντιδράσεις εναντίον της να αυξάνονται ολοένα και περισσότερο και οι διαδηλώσεις στους δρόμους της Σεούλ να αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Στις 26 Οκτωβρίου 1979δολοφονήθηκε ο Παρκ Τσουνγκ-Χε από το διευθυντή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Κιμ Ζαέ-Κγιού.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 1979 εκλέχτηκε ο Τσόι Κγιού-Χα. Ύστερα από μια περίοδο αναταραχής, τον Μάιο του 1980, εκδηλώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα υπό το στρατηγό Τσον Τουχουάν, ο οποίος επέβαλε στρατιωτικό νόμο και συνέχισε τη δικτατορική διακυβέρνηση της χώρας. Με δημοψήφισμα έγινε δεκτό νέο Σύνταγμα, ενώ οι προεδρικές εκλογές της 25 Φεβρουαρίου 1981 ανέδειξαν πρόεδρο τον Τουχουάν και οι βουλευτικές της 25 Μαρτίου πρωθυπουργό τον Ναμ Ντουκ Βου του Δημοκρατικού Κόμματος Δικαιοσύνης.
Στα επόμενα χρόνια η κυβέρνηση, κάτω από την πίεση των λαϊκών αντιδράσεων, αναγκάστηκε να προχωρήσει σε διαδοχικές αντικαταστάσεις πρωθυπουργών: Γιου Τσανκ Σουν (Ιανουάριος 1982), Κιμ Σανγκ Χγιούπ (1983), Τσιν Γι Τσουνγκ (1984), Λο Σιν-Γιόνγκ (1986), Λι Χαν Κέι (Μάιος 1987), Κιμ Τσουνγκ Γολ (Ιούλιος 1987).
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής η Νότια Κορέα εξασφάλισε τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας από την Ιαπωνία και σημείωσε τον υψηλότερο δείκτη οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο το 1984. Ύστερα από μια σύντομη επιδείνωση των σχέσεών της με την πρώην ΕΣΣΔ το 1983, με αφορμή την κατάρριψη ενός νοτιοκορεατικού τζάμπο πάνω από τις σοβιετικές βάσεις στη Σαχαλίνη, οι σχέσεις με τη Μόσχα και το Πεκίνο βελτιώθηκαν σημαντικά στη διάρκεια του 1984. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 σημειώθηκε πρόοδος στις σχέσεις μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας.
Το 1986 άνοιξαν τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες για πρώτη φορά ύστερα από το τέλος του Πολέμου της Κορέας. Το 1987, κάτω από την πίεση διαδηλώσεων των φοιτητών, των εργατών, των μικρομεσαίων και των βιομηχάνων κατά της κυβέρνησης, εγκρίθηκε με δημοψήφισμα νέο Σύνταγμα, το οποίο προέβλεπε την απευθείας εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας, την απόλυση των κρατουμένων και την ελευθερία του Τύπου. Προκηρύχτηκαν προεδρικές εκλογές και νικητής αναδείχτηκε ο ηγέτης του Δημοκρατικού Κόμματος Δικαιοσύνης Ρο Τάε Βου.
Στις βουλευτικές εκλογές της 26 Απριλίου 1988 το Δημοκρατικό Κόμμα Δικαιοσύνης του προέδρου Ρο δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει – για πρώτη φορά ύστερα από 40 χρόνια συνεχούς διακυβέρνησης – την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή (συγκέντρωσε 125 από τις 299 έδρες).
Τον Σεπτέμβριο του 1988 η Σεούλ φιλοξένησε τους 24ους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες, οι οποίοι διεξήχθησαν μέσα σε ένα κλίμα εσωτερικών ταραχών με αίτημα την απομάκρυνση του προέδρου Ρο και διαμαρτυριών για τη μη συμμετοχή της Βόρειας Κορέας. Οι αναταραχές συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια με τη μορφή διαδηλώσεων και απεργιακών κινητοποιήσεων και αίτημα την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη χώρα.
Τον Ιανουάριο του 1990 συγκροτήθηκε το Δημοκρατικό Φιλελεύθερο Κόμμα, με πρόεδρο τον Ρο, ύστερα από τη συγχώνευση του Δημοκρατικού Κόμματος Δικαιοσύνης με δύο μικρότερα κόμματα. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου οι διπλωματικές σχέσεις Νότιας Κορέας- πρώην ΕΣΣΔ αποκαταστάθηκαν, ύστερα από τη συνάντηση του Ρο με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στις ΗΠΑ.
Τον Αύγουστο του 1991 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έκανε δεκτές τις αιτήσεις συμμετοχής στον οργανισμό της Νότιας και Βόρειας Κορέας ως χωριστών κρατών. Οι διπλωματικές σχέσεις της Νότιας Κορέας με την Κίνα αποκαταστάθηκαν το 1992, ύστερα από την υπογραφή σχετικής συμφωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες.