Καθημερινά χιλιάδες κόσμος περπατά στην Αθήνα και δίνει ραντεβού σε γνωστές πλατείες και συνοικίες, χωρίς όμως να ξέρει γιατί έχουν συγκεκριμένα ονόματα!
Η πλατεία Αμερικής, ονομάστηκε έτσι το 1927, με την υπ’ αριθμόν 905 απόφαση του τότε δημοτικού συμβουλίου, για τον φιλελληνισμό που έδειξαν οι κάτοικοι των Η.Π.Α. Ως τότε, ήταν γνωστή ως Πλατεία Αγάμων.
Την άνοιξη του 1887, στην περιοχή που ήταν εξοχική και αποτελούσε το τέρμα της γραμμής του ιπποτροχιόδρομου (έτσι λεγόταν τότε τα τραμ, που εμφανίστηκαν το 1882 στην Αθήνα για πρώτη φορά και «σέρνονταν» από τρία άλογα), άρχισε να συχνάζει μια παρέα από μεσήλικες Αθηναίους που ήταν όλοι ανύπαντροι. Οι κύριοι αυτοί, που είχαν για στέκι τους το καφενείο της πλατείας…επαναστάτησαν, όταν η «Εφημερίς των Κυριών» ζήτησε να φορολογηθούν, και μάλιστα με νόμο (!) οι ανύπαντροι.
Ένας από τους κυρίους αυτούς όμως, ο επιπλοποιός Γεώργιος Περπινιάς… παραστράτησε, καθώς παντρεύτηκε! Την επόμενη ημέρα του γάμου του όμως, διαπίστωσε ότι η σύζυγός του ήταν δύστροπη και αφού φόρτωσε την προίκα κι όλα τα υπάρχοντά της σ’ ένα κάρο και την έστειλε πίσω στους γονείς της, επέστρεψε στην παρέα των φίλων του. Από τότε, η πλατεία όπου σύχναζαν οι κύριοι αυτοί, ονομάστηκε Πλατεία Αγάμων.
Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή για το όνομα «Πλατεία Αγάμων»: ότι οφείλεται στο γεγονός πως η ερημική τότε περιοχή, αποτελούσε τόπο ερωτικών συναντήσεων. Ένα άλλο παλιό όνομα της ίδιας πλατείας, είναι και το «Πλατεία Ανθεστηρίων», καθώς εκεί συγκεντρώνονταν οι Αθηναίοι για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά.
Οι Αμπελόκηποι, ως το τέλος του 19ου αιώνα, ήταν κατάφυτοι από αμπέλια και περιβόλια, τα οποία αρδεύονταν από νερό του Αδριάνειου υδραγωγείου που ανάβλυζε από τον Άγιο Δημήτριο, από τις αρχές του 16ου αιώνα όταν και καταστράφηκε στη θέση εκείνη ο κεντρικός αγωγός. Το νερό διοχετευόταν τότε στην πόλη επιφανειακά με χτιστή αμπολή (τεχνητό αυλάκι), που περνούσε από τη Μονή Πετράκη.
Σε γραπτά μνημεία της Μεσαιωνικής Αθήνας, η περιοχή αναφέρεται με διάφορα ονόματα: Αμπελότζηποι (αμπέλια και κήποι), Αγγελόκηποι (κήποι του Άγγελου Μπενιζέλου), Μπολίκηπος (κήπος της αμπολής), Πολύκηπος και Αμπελότοποι. Ο Δ. Γρ. Καμπούρογλου(ς), στα «Τοπωνυμικά Παράδοξα» αναφέρει ότι οι Σουρμελής, Γκρεγκορόβιους και Μιλχέφερ, θεωρούσαν ότι στη θέση των Αμπελοκήπων στην αρχαιότητα υπήρχε ο Δήμος της Αλωπεκής από τον οποίον πήρε το όνομά της η σημερινή περιοχή. Προσθέτει βέβαια, τα «ενδιάμεσα» ονόματα της περιοχής που αναφέρονται παραπάνω.
Τα Αναφιώτικα, είναι αθηναϊκή συνοικία στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης.
Ιδιαίτερα γραφική, με μικροσκοπικά σπίτια και στενούς δρόμους. Δημιουργήθηκε γύρω στο 1860, από τεχνίτες και εργάτες που είχαν έρθει από την Ανάφη για να εργαστούν στις ανασκαφές της Ακρόπολης αλλά και την οικοδόμηση της (σχετικά νέας τότε), πρωτεύουσας. Κάποιος από αυτούς, μια μέρα, με το πρόσχημα ότι θα χτίσει μια μικρή εκκλησία συγκέντρωσε υλικά και με τη βοήθεια ενός ξυλουργού, έφτιαξε σε μια νύχτα ένα σπίτι στο οποίο και εγκαταστάθηκε.
Σε λίγες μέρες (ή νύχτες…) ο χτίστης, βοήθησε τον ξυλουργό ν’ αποκτήσει το δικό του σπίτι. Έτσι ξεκίνησαν να δημιουργούνται, αυθαίρετα βέβαια, τα Αναφιώτικα, από τους δύο αυτούς κυρίους, τον Γεώργιο Δαμίγο και τον Μάρκο Σιγάλα (Αναφιώτες βέβαια στην καταγωγή). Να σημειώσουμε, ότι επί τουρκοκρατίας η περιοχή είχε το όνομα «Μαύρες Πέτρες» και από την αρχαιότητα δεν επιτρεπόταν η κατοίκησή της, μετά μάλιστα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών.
Η Βάθη ή Βάθεια (κυρίως γνωστή ως Πλατεία Βάθη(ς)), πήρε το όνομά της από το χαμήλωμα του εδάφους, όπου λίμναζαν τα νερά του χειμάρρου Κυκλοβόρου, που κατέβαινε από τη θέση που είναι σήμερα η οδός Μάρνη. Κάποτε, η περιοχή όπου λίμναζαν τα νερά, αποξηράνθηκε με έργα και δημιουργήθηκε η Πλατεία Βάθη(ς). Στα παλιά χρόνια, υπήρχε εκεί η περίφημη Λεύκα της Βάθης, που κόπηκε το 1926.
Βατραχονήσι (ή Βαθρακονήσι) ονομαζόταν η περιοχή ανάμεσα στο Καλλιμάρμαρο και το Παγκράτι, πιθανότατα λόγω των βατράχων που εμφανίζονταν εκεί και προέρχονταν από την κοίτη του Ιλισού. Το Βατραχονήσι, ήταν η περιοχή της Αθήνας με τα πιο πολλά πηγάδια.
Το Γκαζοχώρι, ήταν συνοικισμός από παράγκες και καλυβόσπιτα, που φτιάχτηκε αυθαίρετα στη βόρεια και τη δυτική πλευρά του εργοστασίου του αεριόφωτος, τις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Γεωργίου Α’ (Β’ μισό δεκαετίας 1860 και τις επόμενες). Αρχικά, κατοικούσαν εκεί οι φτωχότερες οικογένειες της Αθήνας, ενώ στη συνέχεια, όπως γράφει ο Κ. Μπίρης, «στεγάζει» τον υπόκοσμο.
Ο Βοτανικός, πήρε το όνομά του από τον Βοτανικό Κήπο, που από το 1836 χρησίμευε ως δενδροκομείο με διαταγή του Όθωνα «περί ιδρύσεως νεοφυτειών». Η ίδια διαταγή, καθόριζε ότι συστηνόταν στην Αθήνα Βοτανικός Κήπος, προς χρήση της Φυσικοϊστορικής Εταιρείας, των ιατρικών σχολείων και των ανωτέρων εκπαιδευτηρίων.
Οι Γιουσουρούμ, ήρθαν από τη Σμύρνη στην Ελλάδα το 1860. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Κύθνο και στη συνέχεια στην Αθήνα. Τα παιδιά ενός από τους αδελφούς Γιουσουρούμ, του Μποχώρ, άνοιξαν παλαιοπωλείο στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Καραϊσκάκη, κοντά στο τότε δημοπρατήριο. Η λέξη γιουσουρούμ, χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για το παζάρι, την υπαίθρια αγορά κυρίως παλαιών και μεταχειρισμένων αντικειμένων (ΧΡΗΣΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Ακαδημία Αθηνών, εκδ. 2014).
Η συνοικία του Γκύζη, είναι μία από τις παλαιότερες της Αθήνας. Αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον Μεσοπόλεμο. Η ονομασία, επικράτησε μετά το 1925, από την επιγραφή των αστικών λεωφορείων που εξυπηρετούσαν εκείνα τα πρώτα χρόνια τη νέα συνοικία, ακολουθώντας την οδό Νικολάου Γκύζη που τη διέσχιζε. Η οδός, πήρε το όνομά της από τον μεγάλο Τηνιακό ζωγράφο Νικόλαο Γύζη (1842-1901), με την υπ’ αριθμόν 1713 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου της Αθήνας (1901).
Τα Εξάρχεια, πήραν το όνομα αυτό γύρω στο 1900, από το επώνυμο του Ηπειρώτη Έξαρχου, που είχε παντοπωλείο στη ΝΔ γωνία της διασταύρωσης των οδών Θεμιστοκλέους και Σολωμού. Στην πλατεία των Εξαρχείων, χτίστηκε πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περίφημη «μπλε πολυκατοικία».
Εξάρχεια
Το Θησείο, πήρε το όνομά του από τον κατά παράδοση ονομαζόμενο έτσι αρχαίο ναό που βρίσκεται στην κορυφή του «Αγοραίου Κολωνού». Τα ερείπιά του, ανακαλύφθηκαν το 1931, κατά τις ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής κλασικών σπουδών. Στο παρελθόν, ο ναός αυτός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία, στα χρόνια της φραγκοκρατίας σε λατινική εκκλησία, ενώ γύρω στο 1806 που επισκέφθηκε την Αθήνα ο Σατομπριάν βρήκε τον αρχαίο ναό να χρησιμοποιείται ως αποθήκη (!). Το 1835 έγινε αρχαιολογικό μουσείο και αργότερα, αποθήκη αρχαιοτήτων.
Στην περιοχή του Θησείου, υπάρχει και ο λόφος της Αγίας Μαρίνας και η λεγόμενη «Τσουλιάστρα», λείος και επικλινής βράχος, όπου από τον Μεσαίωνα ως τα τέλη του 19ου αιώνα γλιστρούσαν οι έγκυες γυναίκες για να έχουν καλό τοκετό (κατά τον Κ. Μπίρη) ή όσες γυναίκες δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα εξευμενίσουν την Αγία Μαρίνα και θα αποκτήσουν παιδιά (κατά τον Γ. Καιροφύλα).
Ακολουθήστε το Hellas-now.com στο Facebook και στο Google news. Μπορείτε επίσης να μας βρείτε στο Telegram και στο Twitter