Στις 4 Απριλίου του 1919 συνέβη κάτι που οι περισσότεροι Έλληνες της Σμύρνης δεν φαντάζονταν ότι θα γινόταν πραγματικότητα. Το εμβληματικό και δοξασμένο Θωρακισμένο Καταδρομικό «Γ.Αβέρωφ» εισέρχεται στην ιστορική πόλη του ελληνισμού.
Τα πλήθη έχουν συγκεντρωθεί και πραγματικά εκστασιάζονται από την όψη του πολεμικού πλοίου που μετουσιώνει τις τεράστιες επιτυχίες στους Βαλκανικούς Πολέμους και στις επιχειρήσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το «Αβέρωφ» αποκρυσταλλώνει τον ηρωϊσμό, την αυτοθυσία αλλά και την μαχητικότητα και το πνεύμα του ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, υπερασπιζόμενο την εδαφική κυριαρχία της χώρας και η φήμη του υποστηριζόταν εμπράκτως από τις αποστολές που είχε φέρει εις πέρας.
Οι κάτοικοι της Σμύρνης αποθεώνουν τα πλοίο – θρύλος, ενώ κόβουν την ανάσα στα εντυπωσιακά και εκπληκτικά πλάνα από το αρχείο της ΕΡΤ.
Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» (Θ/Κ «Γ. Αβέρωφ»), επίσης κοινώς γνωστό ως «Θωρηκτό Αβέρωφ», είναι ιστορικό πλοίο της νεότερης Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως θωρηκτό, είναι θωρακισμένο καταδρομικό, κλάσης ΠΙΖΑ (ήταν ακριβές αντίγραφο του ιταλικού θωρακισμένου καταδρομικού «Pisa» που είχε ναυπηγηθεί το 1907 με βάση σχέδιο του ναυπηγού Ιωσήφ Ορλάντο), το οποίο ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία του Oρλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας την περίοδο 1908 – 1911, και εντάχθηκε στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.[1]
Η τότε κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη δαπάνησε 23.650.000 χρυσές δρχ. για την απόκτησή του. Τα 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης), στην οποία όριζε ότι το ποσό αυτό διατίθεται για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα φέρει το όνομά του και θα χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτικό πλοίο και «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων». Το υπόλοιπο ποσό (15.650.000 χρυσές δραχμές) καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου.[1]
Πρόκειται για το μοναδικό δείγμα του τύπου (θωρακισμένο καταδρομικό) που διατηρείται στον κόσμο ως σήμερα.
Ιστορικό αγοράς
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ελληνική κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη αποφάσισε να ενισχύσει ιδιαίτερα τον στόλο του (τότε) Βασιλικού Ναυτικού, καθώς τα υπάρχοντα πλοία είχαν καταστεί απαρχαιωμένα με την ραγδαία εξέλιξη της ναυτικής τεχνολογίας. Έγιναν αγορές αντιτορπιλικών και τορπιλοβόλων από το εξωτερικό, αλλά η πιο σημαντική κίνηση ήταν η παραγγελία και τελικά η αγορά του «Γ. ΑΒΕΡΩΦ». Η ιταλική κυβέρνηση είχε παραγγείλει το «Pisa» στα ναυπηγεία Ορλάντο, καθώς και ένα ακριβές αντίγραφό του, το «Β». Επίσης, ναυπήγησε το απολύτως όμοιο πλοίο «Αμάλφι» στο ναυπηγείο Odero, καθώς και τα πλοία «San Giorgio» και «San Marco» στα κρατικά ναυπηγεία του Καστελαμάρε (η διαφορά που είχαν τα «San Giorgio» και «San Marco» είναι ότι κινούνταν με ατμοστροβίλους). Έκρινε όμως ότι το «Β» δεν είναι αναγκαίο και αποφάσισε να το πουλήσει.
Τότε (φθινόπωρο του 1909) ο αντιναύαρχος Γκέιμπλ, αρχηγός της βρετανικής ναυτικής αποστολής στην Τουρκία, κατάρτισε ένα πρόγραμμα ναυπήγησης νέων θωρηκτών εκτοπίσματος περίπου 10.000 τόνων για το ναυτικό των Οθωμανών, και πήγε στη Βρετανία για να προετοιμάσει συμφωνία ανάμεσα στα αγγλικά ναυπηγεία και στην τουρκική κυβέρνηση. Η τουρκική ηγεσία όμως προτιμούσε πλοία τύπου ντρέντνοτ κι όχι θωρηκτά 10.000 τόνων. Επικαλέστηκε μάλιστα ένα ερώτημα της ρωσικής κυβέρνησης για ποιο λόγο ετοιμάζεται τέτοιας έκτασης εξοπλιστικό πρόγραμμα, για να απορρίψει τις εισηγήσεις του Γκέιμπλ.
Ενώ ο οίκος Ορλάντο διαπραγματευόταν στην Αθήνα με την ελληνική κυβέρνηση την πώληση του πλοίου, αφίχθησαν στο Λιβόρνο Τούρκοι αξιωματικοί για να το εξετάσουν. Οι Τούρκοι δεν πίστευαν ότι η Ελλάδα υπήρχε περίπτωση να αγοράσει το πλοίο και γι’ αυτό κινήθηκαν κάπως νωθρά. Οι απεσταλμένοι τους βρήκαν το πλοίο καλό αλλά με μικρές γαιανθρακαποθήκες, άρα ακατάλληλο για μακρούς πλόες, για τους οποίους το ήθελαν. Αναχώρησαν για το Παρίσι, αλλά καθ’ οδόν πήραν ένα τηλεγράφημα που έλεγε ότι η Ελλάδα επρόκειτο να αγοράσει το πλοίο. Επέστρεψαν άρον άρον στο Λιβόρνο και, χωρίς να ρωτήσουν πόσα προσφέρει η Ελλάδα, είπαν ότι δίνουν 250.000 στερλίνες παραπάνω προκειμένου να το πάρουν. Η απάντηση των Ιταλών ήταν ότι το πλοίο ήδη αγοράστηκε και πληρώθηκε.
Η ελληνική κυβέρνηση πέτυχε τελική τιμή κατά 2.000.000 χρυσές δρχ. μικρότερη από το ποσό που πρόσφερε το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό για το αδελφό πλοίο «Pisa». Η οριστική σύμβαση της αγοράς του επικυρώθηκε στις 30 Νοεμβρίου του 1909.
Χαρακτηριστικά
Αρχική διαμόρφωση (1911-1926):
Διαστάσεις : μήκος μεταξύ καθέτων 140,5 μ., πλάτος 21 μ., βύθισμα 7,5 μ.
Εκτόπισμα: 10.118 τόνοι
Μηχανή προώθησης: 2 τετρακύλινδρες παλινδρομικές ατμομηχανές τριπλής εκτόνωσης, 2 προωστήρες, 22 λέβητες υδραυλικού συστήματος Belleville, ενδεικτική ιπποδύναμη 19000 ίπποι.
Ταχύτητα: 23 κόμβοι (την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε μειωθεί στους 16 κόμβους) με καύσιμη ύλη 1500 τόνους άνθρακα.
Πλήρωμα : 670 άνδρες.
Οπλισμός:
4 πυροβόλα 9,2 ιντσών (234 χιλιοστών), συστήματος Armstrong, σε δύο δίδυμους πύργους κατά μήκος, ανά ένα σε πλώρη και πρύμνη
8 πυροβόλα 7,5 ιντσών (190 χιλιοστών), ομοίου συστήματος, σε 4 δίδυμους πύργους, ανά δύο εκατέρωθεν των πλευρών, στο ύψος της μέσης
14 ταχυβόλα των 75 χιλ., 2 ταχυβόλα ανταεροπορικά (Α/Α) των 75 χιλ., 4 ταχυβόλα των 47 χιλ.
3 τορπιλοσωλήνες, 2 υποβρύχιοι πλευρικοί και 1 υποβρύχιος πρυμναίος, 17 ιντσών (430 χιλιοστών)
Οπλισμός την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1941) :
2 δίδυμοι πύργοι των 23,4 εκατοστών κατά το διάμηκες
8 πυροβόλα των 19,5 εκατοστών σε 4 δίδυμες πλευρικούς πύργους
8 πυροβόλα των 7,6 εκατοστών
4 Α/Α πυροβόλα των 7,6 εκατοστών και 6 πυροβόλα των 37 χιλιοστών (δύο υποβρύχιοι Τ/Σ πλευρικοί και ένα κατά το διάμηκες πρύμνης αφαιρέθηκαν κατά την μετασκευή του μεταξύ 1925-1926).
Θωράκιση: Θωρική ζώνη ατράκτου 200 χιλ. μεσαία και 80 χιλ. ακραία, καταστρώματος 50 χιλ., πλευρικά 175 χιλ., και στα άκρα 100 χιλ., του πυροβολείου 175 χιλ., οι πύργοι των πυροβόλων 190 χιλ.
Ακτίνα ενέργειας: 7125 μίλια με ταχύτητα 10 κόμβων, 2489 μίλια με ταχύτητα 18 κόμβων
Πυροβόλα Armstrong θωρηκτού Γεώργιος Αβέρωφ
Το Αβέρωφ έφερε τέσσερα πυροβόλα 9,2 ιντσών (234 χιλιοστών), κατασκευής της αγγλικής εταιρείας Armstrong Whitworth, σε δύο δίδυμους πύργους κατά μήκος (2×2), ανά ένα σε πλώρη και πρύμνη.