Kουραμπιές: Γλύκισμα που παρασκευάζεται από αλεύρι, βούτυρο, αμύγδαλα κατά περίπτωση και είναι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρης. Έλκει την καταγωγή του από την Περσία.
Ο κουραμπιές είναι ένα γλύκισμα που υπάγεται στην κατηγορία του μπισκότου. Παρασκευάζεται από αλεύρι, βούτυρο, αμύγδαλα κατά περίπτωση και είναι πασπαλισμένο με άχνη ζάχαρης. Είναι ένα από τα γλυκά που χαρακτηρίζουν την εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων στην Ελλάδα, ενώ σε πολλές περιοχές της χώρας προσφέρεται στους προσκεκλημένους αμέσως μετά τη βάπτιση ενός παιδιού.
Ο κουραμπιές έλκει την καταγωγή του από την Περσία, όπου πρωτοεμφανίστηκε τον 7ο αιώνα, όταν η ζάχαρη διαδόθηκε στην περιοχή. Την πατρότητα του κουραμπιέ διεκδικεί και ο Λίβανος.
Το γλύκισμα είναι διαδεδομένο στην Ελλάδα, την Τουρκία και τις Βαλκανικές χώρες. Ένα είδος κουραμπιέ με την ονομασία Πολβορόν (Polvorón) είναι διαδεδομένο στις ισπανόφωνες χώρες και το νότιο Τέξας. Η λέξη «κουραμπιές» προέρχεται από την αλβανική kurabie ή gurabie (τουρκικά kurabiye και αραβικά qurabiya).
Η ανατολίτικη καταγωγή του κουραμπιέ βέβαια ζητά αιγοπρόβειο βούτυρο και αμύγδαλα κάτι που τα κάνουν ιδιαίτερα ξεχωριστά σε σχέση με τα ευρωπαϊκά μπισκοτάκια του είδους.
Η πιθανότερη εκδοχή της “άφιξης” του κουραμπιέ στην Ελλάδα, όπως και πολλών άλλων συνταγών είναι να έφτασαν στη χώρα με τις αποσκευές των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και πιο συγκεκριμένα από τη Σμύρνη. Παρόλα αυτά το έθιμο του κουραμπιέ, πασπαλισμένου με ζάχαρη άχνη έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και όχι απαραίτητα μόνο κατά τη διάρκεια των γιορτών των Χριστουγέννων.
Στην καθομιλουμένη «κουραμπιέ» αποκαλούμε τον νωθρό, τον μαλθακό ή τον ανόητο άνθρωπο. Στη στρατιωτική αργκό, «κουραμπιές» είναι ο απόλεμος στρατιώτης, αυτό που δεν μετέχει σε επιχειρήσεις, αλλά είναι αποσπασμένος σε γραφείο.